Επικυρώθηκε απόφαση για αγοραπωλησία βρέφους

Facebook
Twitter
Email
Print

Δεν βρήκε την κατανόηση που επιθυμούσε από το Ανώτατο Δικαστήριο γυναίκα από τις Φιλιππίνες που καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλάκισης για υπόθεση εμπορίας παιδιού, το οποίο δόθηκε παράνομα σε ομοφυλόφιλο ζεύγος στην Κύπρο που επιθυμούσε να προχωρήσει σε υιοθεσία. Η γυναίκα, που κατόπιν δικής της παραδοχής, βρέθηκε ένοχη από το Κακουργιοδικείο σε 15 κατηγορίες, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας μείωση της ποινής που της επιβλήθηκε κατά τουλάχιστον δύο χρόνια, κρίνοντας πως αυτή ήταν υπερβολική και πολύ αυστηρή, ωστόσο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Σημειώνεται ότι για την ίδια υπόθεση το ζεύγος των ομοφυλοφίλων δεν κατέστη δυνατό να προσέλθει ενώπιον της Δικαιοσύνης, καθώς εικάζεται ότι μαζί με το παιδί διέφυγαν στο εξωτερικό μέσω κατεχομένων.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης η εφεσείουσα, που κατάγεται από τις Φιλιππίνες, πρωτοήλθε στην Κύπρο το 2014 και εργαζόταν ως οικιακή βοηθός στο σπίτι των γονιών κάποιου άνδρα, που στην απόφαση του Κακουργιοδικείου αναφέρεται ως ο Α. Αυτός είχε σύντροφο του ιδίου φύλου με τον οποίο είχε συνάψει γάμο στο εξωτερικό και το 2016 σύμφωνο συμβίωσης στην Κύπρο. Ήταν ο διακαής του πόθος να υιοθετήσει, με τον σύντροφο του, ένα παιδί, όμως αυτό δεν ήταν εφικτό, αφού η νομοθεσία δεν το επιτρέπει στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Προς επίτευξη του σκοπού του, έπεισε την εφεσείουσα να τον βοηθήσει κι αυτή του έδωσε την πληροφόρηση ότι στη χώρα της υπάρχουν αρκετές γυναίκες που προσφέρουν τα παιδιά τους για υιοθεσία.

Το αδίκημα σχεδιάστηκε και η εφεσείουσα άρχισε την υλοποίηση του τον Μάρτιο του 2017, όταν μετέβηκε στις Φιλιππίνες όπου και γνώρισε μια φτωχή γυναίκα, στον τρίτο με τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της, η οποία για δικούς της λόγους, επιθυμούσε να δώσει το παιδί που θα γεννούσε για υιοθεσία. Η εφεσείουσα την έφερε σε επαφή με τον Α και συμφώνησαν όπως ο τελευταίος «υιοθετήσει» το παιδί.

Η εφεσείουσα επέστρεψε στην Κύπρο και απέστελλε €200 μηνιαίως στην εγκυμονούσα για τη φροντίδα του εαυτού της και τα έξοδα της, χρήματα που της έδιδε ο Α. Ακολούθως, όταν η κυοφορούσα επρόκειτο να γεννήσει, επέστρεψε στις Φιλιππίνες, μεταφέροντας μαζί της €2400 που της είχε δώσει ο Α για τα έξοδα της, τα έξοδα της γέννας και την έκδοση του σχετικού πιστοποιητικού γέννησης. Από αυτά τα €400 πληρώθηκαν στην κυοφορούσα.

Το παιδί γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 2017 και αφού διευθετήθηκαν τα απαραίτητα, η εφεσείουσα ταξίδευσε εκ νέου στις Φιλιππίνες και επέστρεψε στην Κύπρο με το παιδί στις 8 Οκτωβρίου 2018. Στην Κύπρο, το παιδί παρουσιάστηκε ως ο καρπός της δήθεν ερωτικής σχέσης του Α με την εφεσείουσα.

Το αδίκημα εξιχνιάστηκε αφότου το Γραφείο Ευημερίας έδωσε σχετικές πληροφορίες στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, έχοντας προφανώς εκτιμήσει ως ύποπτη την αίτηση του Α στο Οικογενειακό Δικαστήριο με την οποία αξίωνε την αποκλειστική γονική μέριμνα του παιδιού, ενδεχομένως γιατί στο παρελθόν είχε προβεί σε ενέργειες για υιοθεσία μαζί με το σύντροφο του.

Στις 17 Ιανουαρίου 2019 εκδόθηκαν δικαστικά εντάλματα σύλληψης εναντίον της εφεσείουσας, του Α και του συντρόφου του. Η εφεσείουσα συνελήφθη και ανακρινόμενη αποκάλυψε το ρόλο που η ίδια διαδραμάτισε στα γεγονότα της υπόθεσης. Για τον Α και τον σύντροφο του ανάφερε ότι δύο ημέρες πριν την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης, είχαν μεταβεί με το παιδί στις κατεχόμενες περιοχές και από εκεί ενδεχομένως στο εξωτερικό. Παραμένουν μέχρι σήμερα άφαντοι, όπως και το παιδί.

Όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες, για τους οποίους η εφεσείουσα παραπονείται ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη, καταγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου όπου ρητά αναφέρεται ότι προσμέτρησαν στην κρίση του. Συγκεκριμένα, στην απόφαση του Κακουργιοδικείου αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές της περιστάσεις, τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, το γεγονός ότι εγκατέλειψε το σχολείο για να αναλάβει από νεαρή ηλικία εργασία και το ότι σήμερα είναι μητέρα δύο ανήλικων παιδιών που διαμένουν με συγγενείς της στις Φιλιππίνες. Προσμέτρησε επίσης το λευκό της ποινικό μητρώο και το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ότι είχε ενεργήσει κάτω από έντονη συναισθηματική φόρτιση και ότι με καλή πρόθεση προσπάθησε να βοηθήσει τον Α, πιστεύοντας ότι το παιδί θα είχε μια καλύτερη ζωή κοντά του. Το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε επίσης ότι η γυναίκα από τις Φιλιππίνες δεν ήταν ο ιθύνον νους, αλλά είχε υποκινηθεί από τρίτους και ήταν το εκτελεστικό όργανο, χωρίς να αποκομίσει ουσιαστικό οικονομικό όφελος από την εμπλοκή της.

Στην απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνει ότι η εμπορία ανθρώπου είναι ένα σοβαρό έγκλημα, του οποίου η σοβαρότητα επιτείνεται όταν αφορά σε παιδιά, που εξ αντικειμένου αδυνατούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους. Το Ανώτατο σημειώνει επίσης ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν αναζητήθηκε ανάδοχος για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες ενός παιδιού για οικογένεια, αλλά αναζητήθηκε ένα παιδί για να ικανοποιηθεί η επιθυμία των ανάδοχων γονέων να αποκτήσουν παιδί.

Καταλήγοντας, το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνει ότι το αδίκημα της εμπορίας παιδιού που διαπράχθηκε τον Οκτώβριο του 2018 από την εφεσείουσα ήταν προσχεδιασμένο και μελετημένο και ότι τα αποτελέσματα των ενεργειών της παραμένουν ενεργά, καθώς δεν αποκαταστάθηκε η νομιμότητα και είναι άγνωστο μέχρι σήμερα το που βρίσκεται το παιδί και σε ποια κατάσταση. «Με την καταδικαστέα συμπεριφορά της η εφεσείουσα προδιάγραψε και ενδεχομένως καθόρισε το μέλλον του παιδιού, που κατέληξε σε ζεύγος, στο οποίο η νομοθεσία δεν επιτρέπει την υιοθεσία και σε κάθε περίπτωση, χωρίς να έχει ποτέ ελεγχθεί από τα αρμόδια τμήματα η καταλληλόλητα των προσώπων που το ανέλαβαν», σημειώνει το Εφετείο, τονίζοντας πως η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως υπερβολική ή αυστηρή.