Δεν θα πρέπει να συρθούμε σε διαπραγματεύσεις με τουρκικούς όρους όπου θα συναντήσουμε αφόρητες πιέσεις, ανέφερε τη Δευτέρα ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Γεώργιος.
Είπε ακόμη πως δεν μπορεί η Ελλάδα να παρασύρεται από προσωπεία «καλής γειτονίας» και απαιτήσεις διαχωρισμού του Κυπριακού από τα άλλα ελληνοτουρκικά θέματα.
Ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος εκφώνησε τον πανηγυρικό λόγο για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821, στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης, όπου τελέστηκε Πανηγυρική Δοξολογία, τάχθηκε υπέρ της αναβίωσης του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Κύπρου – Ελλάδας και επεσήμανε πως η Κύπρος είναι το τελευταίο προπύργιο του Ελληνισμού.
Σημείωσε πως αν, μη γένοιτο, πέσει η Κύπρος δεν θα κατοχυρωθούν τα άλλα ελληνικά μέρη και “Αιγαίο, νησιά, Θράκη, Μακεδονία θα πάρουν σειρά”.
Πρόσθεσε πως “η αναβίωση του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Κύπρου – Ελλάδος είναι ύψιστης σημασίας για την εθνική επιβίωσή μας”.
Ο Αρχιεπίσκοπος είπε επίσης πως η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα πρέπει “να δώσει σημασία και να στηρίξει όλες τις υποδομές που θα εξασφαλίσουν την επιτυχία του αγώνα μας”.
«Χωρίς τη δέουσα αμυντική θωράκιση, την ενδυνάμωση της Εθνικής Φρουράς, την αντιμετώπιση της καθημερινής εισόδου των λαθρομεταναστών και τη μέγιστη αξιοποίηση των παρατηρούμενων γύρω μας μεταβολών, δεν θα πρέπει να συρθούμε σε διαπραγματεύσεις, με τουρκικούς ουσιαστικά όρους, όπου θα συναντήσουμε αφόρητες πιέσεις για νέες υποχωρήσεις», πρόσθεσε.
Κι όλοι εμείς, συνέχισε, ο λαός, ενωμένοι ως ένας άνθρωπος “να στηρίζουμε εμπράκτως τις προσπάθειες που είναι ανάγκη να αναληφθούν από κοινού από τις Κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας για μια λύση που θα επιτρέπει την παραμονή μας στη γη των πατέρων μας και θα αποτρέψει κάθε προσπάθεια της κατοχικής δύναμης για την επίτευξη των ανόσιων στόχων της”.
Η φετινή μεγάλη επέτειος των 203 χρόνων από την έναρξη του αγώνα της παλιγγενεσίας, σημείωσε, πρέπει να αποτελεί για μας κι ένα μάθημα αυτογνωσίας.
«Οφείλουμε πρωτίστως εμείς, οι αγωνιζόμενοι Έλληνες της Κύπρου, να παραδειγματιστούμε από τον αγώνα της παλιγγενεσίας», ανέφερε.
Όπως είπε, μόνο με τη βίωση των εθνικών ιδεωδών και τον παραδειγματισμό από το παρελθόν, είναι δυνατόν να ματαιωθούν οι τουρκικοί σχεδιασμοί και να επιτευχθεί η απελευθέρωση της πατρίδας μας.
Με αναφορές στον Ισοκράτη και τον Θουκυδίδη, ο Αρχιεπίσκοπος μίλησε για τη σημασία του αγώνα για την ελευθερία, και υπογράμμισε τον «πρωτοπόρο ρόλο» της Εκκλησίας.
“Το ράσο στάθηκε, σε πολλές κρίσιμες ώρες, εθνική σημαία της ελλάδας. Χωρίς την Εκκλησία και την αδιάκοπη λειοτυργική ζωή, χωρίς το κρυφό Σχολειό και τον παπά-δάσκαλο, δεν θα υπήρχε το ’21”, ανέφερε.
Η πιο μεγάλη συνεισφορά της ελληνικής επανάστασης στην πολιτική ζωή της Ευρώπης, σημείωσε, ήταν η κατάρριψη των αρχών της Ιεράς Συμμαχίας και η δημιουργία νέων πολιτικών ηθών, κυρίως δε της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών, έστω κι αν αυτή καθιερώθηκε ως επακόλουθο ενός σκληρού και αιματηρού αγώνα.
Το μεγάλο μήνυμα που πέρασε την άνοιξη του 1821 πάνω από τις ελληνικές θάλασσες, δεν άφησε ασυγκίνητη την Κύπρο, επεσήμανε, σημειώνοντας ότι ήταν πολλοί ήταν οι Κύπριοι που βοήθησαν στην ετοιμασία του αγώνα, συνεργάτες και του ίδιου του Ρήγα Φεραίου, αλλά και άλλοι που έπεσαν στα πεδία των μαχών στην Ελλάδα.
Η Κύπρος, είπε, πλήρωσε πολύ ακριβά, τότε, τη συμμετοχή της στον εθνικό αγώνα. «Την 9η Ιουλίου 1821, από την πλατεία Σεραγίου στη Λευκωσία, ανάμεσα στις αγχόνες και τις λαιμητόμους που είχαν στηθεί, πέρασε για μια ακόμα φορά, όχι δυστυχώς τελευταία, η αδάμαστη ελληνική ψυχή της Κύπρου, ντυμένη τον πορφυρούν χιτώνα του μαρτυρίου και φορώντας τον ακάνθινο στέφανο, για να διαλαλήσει ότι οι ρίζες του δένδρου της ελευθερίας είναι βαθιές και τίποτε δεν μπορεί να τις αφανίσει. Και να διαμηνύσει παντού ότι στην Κύπρο η ελληνική ψυχή δεν έσβησε ούτε ποτέ θα σβήσει».
Και σήμερα, συνέχισε, «παρά το ότι «μέγα πένθος Κύπριδα γαίαν ικάνει», για μισό αιώνα, παρόλο που το 37% της γης μας κατέχεται και μολύνεται από τον Τούρκο, μολονότι οι ναοί μας βεβηλώνονται και κρατούμαστε με τη βία των όπλων μακριά από τις εστίες μας και παρά το ότι η Τουρκία δεν αποκρύβει τον στόχο της για πλήρη κατάληψη και τουρκοποίηση της Κύπρου, γιορτάζουμε με κάθε λαμπρότητα την επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας».
Ο επετειακός εορτασμός της εξέγερσης του έθνους, θα πρέπει να μας υπενθυμίσει και τις άμεσες υποχρεώσεις μας, μέσα στη δίνη των καιρών και στις συνεχείς παγίδες των άσπονδων εχθρών και φίλων μας, πρόσθεσε. «Να μας ξυπνήσει από τον λήθαργο της ραθυμίας και τον εθνικό εφησυχασμό», ανέφερε.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου μίλησε για την κοινή συστράτευση ολόκληρου του Έθνους, που, όπως επεσήμανε, είναι αυτονόητη “για μας”.
«Γι’ αυτό και μας προκαλεί άφατη θλίψη κάθε αποστασιοποίηση του εθνικού κέντρου από το εθνικό θέμα της Κύπρου. Δεν είμαστε ξένοι και πάροικοι, ούτε και νεοφερμένοι στη γη τούτη των πατέρων μας οι Έλληνες. Μετρούμε τόσες χιλιετίες ζωής εδώ όσο και οι Αθηναίοι στην Αθήνα και οι Λακεδαιμόνιοι στην Πελοπόννησο. Ένα τμήμα του Έθνους κινδυνεύει τον έσχατο των κινδύνων. Δεν μπορεί η Ελλάδα να παρασύρεται από προσωπεία ‘καλής γειτονίας’ και απαιτήσεις διαχωρισμού του Κυπριακού από τα άλλα ελληνοτουρκικά θέματα. Η Κύπρος είναι το τελευταίο προπύργιο, του Ελληνισμού. Αν, μη γένοιτο, πέσει η Κύπρος, δεν θα κατοχυρωθούν τα άλλα ελληνικά μέρη. Αιγαίο, νησιά, Θράκη, Μακεδονία θα πάρουν σειρά», ανέφερε.
Είναι, όντως, δύσκολος και ανάντης ο δρόμος μας προς την εθνική δικαίωση, δεν έχουμε, όμως, άλλη επιλογή, κατέληξε ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος.