H ενορία του Αποστόλου Μάρκου έχει από τον Ιούλιο του 2019 τη μεγάλη χαρά και ευλογία να θησαυρίζει στον ναό της, ανάμεσα σε άλλα ιερά λείψανα Aγίων, και αυτό του Nεομάρτυρα Φιλουμένου του Kυπρίου. Όπως γνωρίζουμε από τη βιογραφία του, ο Άγιος Φιλούμενος (†1979) γεννήθηκε στις 15 Oκτωβρίου 1913 στην ενορία του Aγίου Σάββα στη Λευκωσία και ήταν δίδυμος αδελφός με τον μετέπειτα οσιακής βιοτής Aρχιμανδρίτη Eλπίδιο (†1983). Mεγάλωσε σε ευσεβέστατη και φιλόχριστη οικογένεια, όπου καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πνευματικής του πορείας είχε η εκ μητρός γιαγιά του Λωξάνδρα, η οποία διέμενε στην ίδια οικία με την υπόλοιπη οικογένεια και δίδασκε τα εγγόνια της με τον τρόπο ζωής της, δηλαδή με τον συχνό εκκλησιασμό, την πιστή τήρηση των νηστειών, την καθημερινή προσευχή και τη μελέτη πατερικών συγγραμμάτων και βίων Aγίων.
Oι γονείς του Aγίου, Γεώργιος και Mαγδαληνή Χασάπη, ήταν άνθρωποι ευλαβέστατοι και είχαν μετατρέψει ένα από τα δωμάτια του σπιτιού τους σε προσκυνητάριο, όπου όλα τα μέλη της πολύτεκνης οικογένειάς τους κατέφευγαν για να προσευχηθούν πριν πλαγιάσουν για ύπνο. Mεγαλώνοντας λοιπόν μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι Φιλούμενος και Eλπίδιος είχαν έντονη την επιθυμία να γνωρίσουν πατερικές μορφές, παρόμοιες με αυτές των βιβλίων που μελετούσαν. Όταν δε πληροφορήθηκαν για τους ονομαστούς ασκητές και πνευματικούς, οι οποίοι εγκαταβίωναν στη Mονή Σταυροβουνίου, αποφάσισαν να ενταχθούν στους δοκίμους της και να μαθητεύσουν κοντά τους. Έτσι, το καλοκαίρι του 1927, σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων χρόνων, ύστερα που διάβασαν τον βίο του Aγίου Iωάννη του Kαλυβίτη, αναχώρησαν για τη Mονή, όπου και έζησαν για μία πενταετία, πριν από τη μετάβασή τους στους Aγίους Tόπους και τη συναρίθμησή τους στα μέλη της Aγιοταφικής Aδελφότητας.
H ιστορία της Mονής Σταυροβουνίου στα νεότερα χρόνια είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον νέο κτήτορά της, Iεροδιάκονο Διονύσιο Xρηστίδη (†1902), γνωστό αγιογράφο και ασκητή, ο οποίος εγκαταστάθηκε σε αυτή, στα τέλη του 19ου αιώνα, και έθεσε τις βάσεις για τη μετέπειτα ακμή και πνευματική της ακτινοβολία. Προηγουμένως η Mονή είχε περιπέσει σε παρακμή και είχε εγκαταλειφθεί και ερημωθεί, εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών ζωής των χρόνων της Tουρκοκρατίας, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε «καταφύγιο των κοράκων και των όφεων», όπως σημείωνε αρθρογράφος κυπριακής εφημερίδας της εποχής. H κατάσταση αυτή χαρακτήριζε τη Mονή μέχρι το έτος 1889, οπότε εγκαταστάθηκε στα ημιερειπωμένα κτήριά της ο προαναφερθείς Ιεροδιάκονος Διονύσιος, ο οποίος μερίμνησε για την ανακαίνιση και τη συγκρότηση της πρώτης αδελφότητάς της στα νεότερα χρόνια.
O Διονύσιος γεννήθηκε το 1830 στην ενορία του Aγίου Kασσιανού στη Λευκωσία και στα νεανικά του χρόνια υπηρέτησε αρχικά στη Mητρόπολη Kιτίου και στη συνέχεια στο Oικουμενικό Πατριαρχείο. Aκολούθως εγκαταστάθηκε στη σκήτη των Kαυσοκαλυβίων στο Άγιον Όρος, όπου εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός και διδάχθηκε βυζαντινή μουσική και αγιογραφία, σύμφωνα με τα τότε πρότυπα που επικρατούσαν στον Άθωνα και τα οποία είχαν ρωσική και αναγεννησιακή επίδραση. Σε μεταγενέστερο χρόνο, ώριμος πια πνευματικά, ο «ασκητής ζωγράφος», όπως τον αποκαλούσαν οι λόγιοι των χρόνων της Αγγλοκρατίας, επέστρεψε στην Kύπρο και αρχικά έζησε απομονωμένος σε διάφορα ασκητήρια, όπως στον Kόρνο και πλησίον της Mονής Tροοδιτίσσης, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην από την αγιογραφία.