Πριν από 80 χρόνια, το 1940, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, ούτε ίντερνετ βεβαίως, ούτε smart phones ή Tablets. Υπήρχε όμως το ραδιόφωνο – λίγοι σταθμοί, κρατικοί. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, αν άνοιγε κάποιος το ραδιόφωνό του θα άκουγε πατριωτικά τραγούδια, εμβατήρια και το εξής πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν:
«Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5:30 πρωινής τής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Θαυμάζει κανείς την δωρική λιτότητα αυτού του πρώτου ανακοινωθέντος. Με κείμενο ούτε δύο γραμμών περιγράφει την δραματική εξέλιξη – απρόκλητη επίθεση, πόλεμος. Και στη συνέχεια, με επτά μόνο λέξεις, η ουσία. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους. Αμύνεσθαι περί πάτρης. Χωρίς πολλά λόγια. Χωρίς αναλύσεις και επικοινωνιακά τρυκ. Χωρίς καν μια προσπάθεια μετάδοσης αισιοδοξίας ή αναπτέρωσης του φρονήματος. Γιατί δεν υπήρχε ανάγκη για κάτι τέτοιο.
Αν δει κανείς σύντομα κινηματογραφικά στιγμιότυπα από τα επίκαιρα της εποχής, αυτό που εντυπωσιάζει είναι ο ενθουσιασμός του κόσμου που βγαίνει στους δρόμους της Αθήνας. Πανηγύρι. Απορεί κανείς αν είχαν υπόψιν τους τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, ιδίως σε βαρέα όπλα, αεροσκάφη και επιμελητεία. Από πού άραγε ξεπηδούσε αυτή η έξαρση;
Η απάντηση είναι η ίδια που πρέπει να δοθεί και σε άλλα, χρονικά μεταγενέστερα ερωτήματα. Τι ήταν αυτό που οδήγησε στη νίκη, παρά τις ελλείψεις, τα κρυοπαγήματα και την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων; Τι ήταν αυτό που έκανε τους Έλληνες να συνεχίσουν να μάχονται ακόμη και όταν ο Χίτλερ προσέτρεξε να συνδράμει τον Μουσολίνι, ανοίγοντας δεύτερο μέτωπο στα βόρεια σύνορά μας; Πώς εξηγείται ότι η Ελλάδα, σε σύγκριση με όλες τις χώρες της Ευρώπης, είχε το μεγαλύτερο αναλογικά κίνημα αντίστασης στη ναζιστική και φασιστική κατοχή;
Η απάντηση θα μπορούσε να δοθεί με πολλά ή λίγα λόγια. Δόθηκε όμως και μονολεκτικά, στο πνεύμα ίσως αυτής της δωρικής λιτότητας που χαρακτήρισε εκείνη την εποχή: ΟΧΙ.
Φυσιολογικά, η λέξη ΟΧΙ είναι συνυφασμένη με άρνηση. Κοφτή, απότομη, απόλυτη άρνηση. Όμως, στην περίπτωση της εποποιίας του Σαράντα, το ΟΧΙ απέκτησε ένα περιεχόμενο απολύτως θετικό. Ένα περιεχόμενο ενωτικό, υπερήφανο και δημιουργικό. Από μονολεκτική άρνηση και απόρριψη, έγινε ένας οδηγός πίστης και ελπίδας. Και καταξίωσε το έθνος μας στα μάτια συμμάχων και εχθρών, όπως αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ο Τσώρτσιλ, ο Ντε Γκωλ, αλλά και ό ίδιος ο Χίτλερ.
Και βέβαια, αυτή η εθνική ανάταση που εκφράστηκε με μόνο μια λέξη – ΟΧΙ – δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός. Ήταν η συνέχεια μιας μακράς πορείας του Έθνους, με οδηγό τις έννοιες του χρέους και της αξιοπρέπειας. Του χρέους προς την πατρίδα, προς τους προγόνους, αλλά και προς τις επόμενες γενιές. Της έμφυτης ανάγκης των προγόνων μας να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Τονίζεται το «με αξιοπρέπεια και όχι «με ελευθερία», γιατί ελεύθεροι δεν ήσαν πάντα στο πέρασμα των αιώνων. Υπήρξαν και περίοδοι σκλαβιάς. Η αξιοπρέπειά τους, όμως, ήταν αδιάλειπτη και κρατούσε συνεχώς άσβεστη τη φλόγα της παλιγγενεσίας.
Αν πάμε 2500 χρόνια πίσω, θα δούμε 300 Λακεδαιμόνιους να κρατάνε Θερμοπύλες. Δεν παρέμειναν εκεί επειδή πίστευαν ότι θα νικήσουν τα ατελείωτα στίφη των Περσών. Κράτησαν το πόστο τους γιατί έτσι είχαν χρέος προς την πατρίδα, προς τις μανάδες τους, προς τα παιδιά τους. Και έπεσαν μέχρις ενός, σε μια υπέρτατη έκφανση ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
Αυτό το φρόνημα, χρέους και αξιοπρέπειας, έκανε τον Παλαιολόγο και τους λιγοστούς στρατιώτες του να μην εγκαταλείψουν τους προμαχώνες της Βασιλεύουσας. Τα ίδια αυτά ιδανικά έκαναν σύμβολα ελευθερίας και ψυχικού σθένους τους υπερασπιστές πίστεως και πατρίδος στο Μεσολόγγι, το Ζάλογγο, την Αραπίτσα, το Αρκάδι. Αυτά τα ιδανικά, που τα ενστερνιστήκαμε χάρις στους γονείς μας και τους δασκάλους μας, μας κάνουν να βουρκώνουμε κάθε φορά που έχουμε προσκλητήριο νεκρών στην Μακεδονίτισσα ή στην ΕΛΔΥΚ. Μας κάνουν να δακρύζουμε στα μνήματα των παλληκαριών που απαγχονίστηκαν, αρνούμενα να ζητήσουν χάρη από τους αποικιοκράτες.
Τιμούμε αυτούς που πολέμησαν, που έχυσαν το αίμα τους και έδωσαν τη ζωή τους, γνωρίζοντας ότι ο αγώνας που έδιναν δεν είχε εξασφαλισμένη τη νίκη. Κάθε άλλο, μάλιστα. Ήξεραν ότι τα προγνωστικά ήταν εναντίον τους, αλλά δεν είδαν την αποστολή τους ως παίγνιο, αλλά σαν υποχρέωση.
Γυρνώντας στις μέρες του Σαράντα, μας έρχεται στο νου και η συγκινητική ανταπόκριση του Κυπριακού Ελληνισμού στο κάλεσμα της πατρίδας. Δεν ήταν κάτι που εξέπληξε, καθώς το Έθνος είναι ένα και οι Έλληνες της Κύπρου είχαν δείξει άπειρες φορές πριν το 1940 πώς έβλεπαν τους εαυτούς τους: ως αναπόσπαστο κομμάτι του έθνους αυτού. Είναι όμως ξεχωριστή η ανταπόκριση αυτή, γιατί εκδηλώθηκε κάτω από συνθήκες αγγλοκρατίας και σε μεγάλη απόσταση από τα βουνά της Αλβανίας.
Πάνω από 20.000 εθελοντές κατετάγησαν στις συμμαχικές δυνάμεις. Περίπου 4.000 Κύπριοι πολέμησαν στο ελληνικό μέτωπο, ενώ άλλοι 1.400 κατετάγησαν στον Ελληνικό Στρατό.
Πάμπολλες Ελληνίδες της Κύπρου συνεισέφεραν τις χρυσές βέρες τους στον πολεμικό έρανο. Σε αντάλλαγμα τους έδιναν μια βέρα από τσίγκο, με χαραγμένη την ένδειξη «Βασίλειον της Ελλάδος». Καμμιά από αυτές τις γυναίκες δεν έβγαλε, ούτε άλλαξε αυτή την βέρα. Όλες τους ζήτησαν να ταφούν με αυτή.
Κύριε Πρόεδρε,
Μακαριώτατε,
Φέτος η πανδημία δεν μας επέτρεψε να καμαρώσουμε τη νέα γενιά του Κυπριακού Ελληνισμού στη μαθητική παρέλαση που κάθε χρόνο γίνεται μπροστά από την Πρεσβεία μας, μπροστά από την ελληνική σημαία. Ας ελπίσουμε ότι, με την βοήθεια του Θεού, οι συνθήκες θα μας επιτρέψουν να εορτάσουμε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο – και εδώ, στην Κύπρο – την διακοσιοστή επέτειο από την έναρξη της μνημειώδους Επανάστασης του 1821. Άλλης μιας κορυφαίας στιγμής της ιστορίας μας, όπου και πάλι η Εκκλησία και ο Ελληνισμός της Κύπρου κατέθεσαν την ψυχή και το αίμα τους για την πατρίδα το Έθνος και την αξιοπρέπειά μας.
Σε μια περίοδο όπου ο ελλαδικός και ο κυπριακός Ελληνισμός αντιμετωπίζουν, ενωμένοι, για μια ακόμη φορά την προσβολή της κυριαρχίας και της αξιοπρέπειάς μας από την Τουρκία, ο φάρος του ΟΧΙ μας δείχνει τον δρόμο: Ενότητα και Αγώνας.
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου!
Ζήτω το Έθνος!