Α. Αριστοτέλους: Η Ελληνογαλλική Στρατηγική συμφωνία – Η ασφάλεια και άμυνα της Ελλάδας – Οι επιδράσεις της στην Κύπρο

Facebook
Twitter
Email
Print

Η «Συμφωνία Εγκαθίδρυσης Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης για τη Συνεργασία στην Άμυνα και την Ασφάλεια»(1) μεταξύ Ελλάδας – Γαλλίας (ελληνογαλλική Συμφωνία) στις 28 Σεπτεμβρίου του 2021 αποτελεί είδος στρατιωτικής συμμαχίας. Πρόκειται για γεγονός με πολιτικές, στρατιωτικές και άλλες προεκτάσεις που δίνουν ώθηση σε ποικιλία  σχολίων  και ερμηνειών. 

Κύριο ζητούμενων των συζητήσεων στο θέμα αυτό είναι πώς και σε πιο βαθμό  η Συμφωνία οχυρώνει την ελληνική επικράτεια έναντι των προκλήσεων και απειλών από τη νατοϊκή «σύμμαχο» Τουρκία και παρεμφερώς, ποιες οι τυχόν επιδράσεις για την ασφάλεια και άμυνα της Κύπρου.

 

Το παρόν κείμενο, αποτελεί συνέχεια των συζητήσεων αυτών. Αποστασιοποιημένο από το κλίμα ευφορίας που έχει δημιουργηθεί,  ψηλαφίζει  και επισημαίνει  τα  δεδομένα στην υπόθεση αυτή.  Υπογραμμίζει ότι αντίθετα με το πως έχει προβληθεί η ελληνογαλλική Συμφωνία ως σύμπηξης  διμερούς στρατιωτικής συμμαχίας  εκτός  του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ)(2),  βασικά ούτε ξεφεύγει  ούτε βρίσκεται εκτός νατοϊκού πλαισίου, το οποίο η  Ελλάδα ως μέλος αισθάνεται ότι δεν την προστατεύει από τη σύμμαχο Τουρκία. Βέβαια δεν παραγνωρίζεται ότι η Συμφωνία προσθέτει ψυχολογικά και διπλωματικά  στην ελληνική πλευρά και σε κάποιο βαθμό στρατιωτικά. Ούτε και υποτιμάται η γεωπολιτική και οικονομική αξία της για το Παρίσι. Ωστόσο,  οι πραγματικότητες δεν είναι ακριβώς όπως παρουσιάζονται επισήμως, κυρίως από ελληνικής πλευράς,  ότι δηλαδή η Γαλλία δεδομένης  της ελληνογαλλικής συμμαχίας, θα εμπλακεί άμεσα και ανοικτά στο πλευρό της Ελλάδας σε ενδεχόμενη στρατιωτική επίθεση  από τη σύμμαχο τους στο ΝΑΤΟ, την Τουρκία.

 

 Όλα τα ανωτέρω καθώς και το τι ρεαλιστικά μπορεί η Ελλάδα να προσδοκεί από τους εταίρους της είτε στο ΝΑΤΟ είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και βέβαια από τη Γαλλία ως αποτέλεσμα της Συμφωνίας, σε περίπτωση ελληνοτουρκικής θερμής στρατιωτικής αντιπαράθεσης,  είναι σκοπός του παρόντος κειμένου να μελετήσει και αναδείξει, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τις επιλογές που έχει ενώπιον της σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Αθήνα. Προς το σκοπό αυτό το παρόν κείμενο,  αφού εξηγήσει  γιατί η ελληνογαλλική Συμφωνία συνιστά  σύναψη συμμαχίας, εξετάζει αν αυτή ξεφεύγει από το πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας  ή αποτελεί  προπομπό αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας όπως έχει επισήμως αναφερθεί. Καταπιάνεται με στους λόγους  που η Αθήνα αναζητά προστασία  πέραν του ΝΑΤΟ και του Άρθρου 5 περί συλλογικής άμυνας, μέσω συμμαχίας με τη Γαλλία, και αν όντως το αντίστοιχο Άρθρο 2 της ελληνογαλλικής Συμφωνίας την καλύπτει αμυντικά. Επισημαίνει τα θετικά της  Συμφωνίας  και αξιολογεί το βαθμό ενίσχυσης των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και το αν επηρεάζεται ευνοϊκά η ασφάλεια και η άμυνα της Κύπρου. Σημειώνει  επίσης γιατί οι πρόνοιες της Βορειοατλαντικής Συνθήκης υπερισχύουν οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας και βέβαια της ελληνογαλλικής  ενόσω τα συμβαλλόμενα Μέρη παραμένουν μέλη του ΝΑΤΟ.  Τέλος καταπιάνεται με το κρίσιμο ερώτημα ποια θα είναι η αντίδραση του ΝΑΤΟ και των νατοϊκών εταίρων και ιδιαίτερα της Γαλλίας, δεδομένης και της Συμφωνίας με την Ελλάδα, στο ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής θερμής αντιπαράθεσης. Καταλήγει παραθέτοντας συμπεράσματα και εισηγήσεις.

 

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

 

«Οιονεί συμμαχίας» και το Άρθρο 2

 

Ιστορικά η σύναψη στρατιωτικών σχέσεων ή συνεργασιών μεταξύ δρώντων στο διεθνές πολιτικό περιβάλλον προς εξυπηρέτηση κοινών σκοπών ή συμφερόντων, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας και της Γαλλίας το Σεπτέμβριο του 2021,  είναι σύνηθες φαινόμενο. Καθόσον αφορά τη μορφή και την έννοια της σχέσης αυτής, αν όντως όπως την περιγράφουν διάφοροι είναι στρατιωτική συμμαχία και όχι απλά μια στρατιωτική συνεργασία, δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός που να την προσδιορίζει. Γενικά όμως και  χωρίς να υπεισερχόμαστε σε επί μέρους συζητήσεις ή ερμηνείες, μια απλή  προσέγγιση που αποδίδει την όλη αντίληψη περί στρατιωτικής συμμαχίας είναι ότι πρόκειται για «ρητή συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών για αμοιβαία υποστήριξη σε περίπτωση πολέμου» (EncyclopediaBritannica)(3). Ο δε StefenBergsmann στο έργο του TheConceptofMilitaryAlliance, επιχειρεί να περιλάβει όλες τις έννοιες περί συμμαχίας ορίζοντας την  ως τη «ρητή συμφωνία μεταξύ κρατών στον τομέα της εθνικής ασφάλειας για αμοιβαία συνδρομή υπό μορφή ουσιαστικής συμβολής  πόρων σε περίπτωση ορισμένου έκτακτου γεγονότος το αποτέλεσμα του οποίου είναι αβέβαιο»(4).

 

Σε αυτούς τους ορισμούς ανταποκρίνεται και ο πυρήνας της ελληνογαλλικής Συμφωνίας,  που την καθιστά «οιονεί συμμαχία» και όπου στο  Άρθρο 2 αναφέρεται ρητά σε παροχή βοήθειας και συνδρομής του ενός Μέρους στο άλλο με όλα τα κατάλληλα μέσα στη διάθεση τους κι εφόσον υφίσταται ανάγκη με τη χρήση ένοπλης βίας, εάν διαπιστώσουν από κοινού ένοπλη επίθεση εναντίον της επικράτειας ενός εκ των συμβαλλομένων Μερών. Αν και πολύ γενική ως διατύπωση, ωστόσο είναι μια ρήτρα σχεδόν παρόμοια με το Άρθρο 5 του Οργανισμού Βορειοατλαντικής Συνθήκης – ή και με το άρθρο 42(7) της Συνθήκης της ΕΕ  που επίσης όμως παραπέμπει στο ΝΑΤΟ – όπου «επίθεση εναντίον ενός μέλους  θα θεωρηθεί επίθεση εναντίον και των υπολοίπων μελών»  τα οποία «οφείλουν να δράσουν αμέσως ακόμη και στρατιωτικά για να αποκαταστήσουν την ασφάλεια της Συμμαχίας» (5).

 

Η Ελληνογαλλική Συμφωνία και το Νατοϊκό Πλαίσιο

 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η  Γαλλία και η Ελλάδα,  όπως και η Τουρκία μαζί με άλλα 27 κράτη,  είναι ήδη σύμμαχοι στο συλλογικό σύστημα άμυνας του ΝΑΤΟ και ότι Αθήνα και Παρίσι, στο κείμενο της μεταξύ τους Συμφωνίας (εναρκτήρια διακήρυξη και  Άρθρο 3) ομνύουν σε αυτό προσήλωση και νομιμοφροσύνη. Το δε περιεχόμενο της  Συμφωνίας σε καμία περίπτωση  δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των νατοϊκών προδιαγραφών. Για παράδειγμα πέραν του ενδεχομένου εξωτερικής επίθεσης, που χαρακτηρίζει τη συμμαχία των δύο χωρών,  οι προκλήσεις και απειλές, τις οποίες Ελλάδα και Γαλλία στοχεύουν να αντιμετωπίσουν μέσω της συνεργασίας τους αυτής, είναι οι ίδιες με εκείνες που επισημαίνουν και ως μέλη του ΝΑΤΟ όσο και μέσω της Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ. Οι  αναφορές σε « καταπολέμηση της τρομοκρατίας, διάδοση των  Όπλων Μαζικής Καταστροφής, η θαλάσσια ασφάλεια, οι υβριδικές και κυβερνητικές προκλήσεις και απειλές, η μετανάστευση, οι τεχνική νοημοσύνη» κ.λπ. που περιλαμβάνονται στα Άρθρα 6, 11 και 16 της ελληνογαλλικής Συμφωνίας, είναι επανάληψη των όσων καταγράφονται ως προκλήσεις και απειλές που προορίζονται να αντιμετωπίσουν ως εταίροι στους προαναφερθέντες οργανισμούς.

 

Επίσης οι στρατιωτικές συνεργασίες και εκπαιδευτικά προγράμματα και ασκήσεις που οι δύο χώρες προτίθενται να αναπτύξουν ( Μέρος III της Συμφωνίας) όπως και οι δρομολογούμενες αποφάσεις στους τομείς των εξοπλισμών και των βιομηχανιών άμυνας και ασφάλειας (Μέρος  IV) για αγορά γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών και φρεγατών  είναι εντός του πνεύματος της Νατοϊκής Συμμαχίας ή και των προνοιών της ταλαίπωρης Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας, γνωστής ως PESCO της ΕΕ. Τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η ΕΕ ενθαρρύνουν τέτοιες συνεργασίες μεταξύ εταίρων όπως και την προώθηση της διαλειτουργικότητας και της συμβατότητας των συμμαχικών εξοπλισμών.  Επιβεβαίωση τούτου αποτελεί και το γεγονός ότι η εκπρόσωπος Τύπου της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας κ. Ουάνα Λουντζέσκου αναφερόμενη στη Συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας δήλωσε ότι στο  ΝΑΤΟ «καλωσορίζουμε τη συνεργασία μεταξύ συμμάχων στο ζήτημα αυτό» (6).

 

Η Συμφωνία και η Αυτόνομη Ευρωπαϊκή  Άμυνα

 

Υπάρχει και μια άλλη στρατηγική διάσταση στην όλη υπόθεση της ελληνογαλλικής συμμαχίας που, είτε είναι ευσεβοποθισμός ή δήλωση σκοπιμότητας ή εσφαλμένη εκτίμηση των πραγμάτων, θα ήταν καλό να διευκρινιστεί.  Είναι η πεποίθηση ότι η Συμφωνία Ελλάδας –  Γαλλίας «ανοίγει το δρόμο για την αυτοδύναμη και ισχυρή Ευρώπη του μέλλοντος» όπως ανάφερε και ο  Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης (7) ή ότι είναι ο προπομπός της δημιουργίας του λεγόμενου Ευρωστρατού, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές. Κάθε άλλο,  εκτός από πλήρη σχεδόν εναρμόνιση των προνοιών της ελληνογαλλικής συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, δεν   συμπεραίνεται ούτε προκύπτει πουθενά στη Συμφωνία των δύο κυβερνήσεων οποιαδήποτε σοβαρή ενέργεια ή πρόθεση αποδέσμευσης ή εξόδου των Ευρωπαίων εταίρων από τη Νατοϊκή Συμμαχία και δημιουργίας πυρήνα διεύρυνσης της συμμαχίας τους με άλλες ευρωπαίες χώρες έξω από το πλαίσιο του  ΝΑΤΟ.  Όπως η προοπτική αμυντικής αυτονομίας της Ευρώπης έτσι και η δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού δεν είναι βάσιμα ορατή. Ο δρόμος είναι μάλλον μακρύς και ίσως άπιαστος ως στόχος στο άμεσα προβλεπτό μέλλον.

 

Αντίθετα ακόμη και στο Άρθρο 3 της Συμφωνίας τους,  οι δύο χώρες υπογραμμίζουν με αρκετή σαφήνεια ότι «ο Οργανισμός της Συνθήκης του Βόρειου Ατλαντικού (ΝΑΤΟ) παραμένει το θεμέλιο της συλλογικής άμυνας». Εξάλλου η ΕΕ είναι αρκετά διχασμένη στο θέμα της ανεξαρτητοποίησης της γηραιάς Ηπείρου στον τομέα της άμυνας από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ και της δημιουργία νέας στρατιωτικής συμμαχίας ευρωπαϊκών χωρών. Ούτως ή άλλως πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα πολιτικά, οικονομικά, καθώς  και από την άποψη της διασφάλισης των αναγκαίων στρατιωτικών ικανοτήτων και δυνατοτήτων για συλλογική άμυνα της Ευρώπης εκτός ΝΑΤΟ.  Ακόμη και ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν – υπέρμαχος της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας – που πρωτοστάτησε τον Ιούνιο του 2018  στη σύσταση συνασπισμού δεκατριών «ικανών και προθύμων» ευρωπαϊκών χωρών για πιο ευέλικτη αντιμετώπιση προκλήσεων κατά της Ευρώπης «εκτός των δομών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και της ΕΕ» στις οποίες δεν περιελήφθησαν η Ελλάδα, ούτε η Τουρκία,  έκανε δεύτερες σκέψεις επί του θέματος. Παρά την απογοήτευση του με την αξιοπιστία του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ  να προστατεύσουν τους συμμάχους τους  – που διατηρεί ακόμη πιο έντονα σήμερα μετά και την αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν και την ανακοινωθείσα σύμπηξη στρατιωτικού μετώπου με τη Βρετανία και την Αυστραλία στον Ινδο-Ειρηνικό , AUKUS –  τόνισε αργότερα νομιμοφροσύνη στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο  λέγοντας ότι «η ευρωπαϊκή άμυνα δεν είναι εναλλακτική επιλογή προς το ΝΑΤΟ αλλά πυλώνας μέσα στη Συμμαχία»(8). Το ίδιο και ο  Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών (ΥΠΕΞ), ενώ από τη μια μιλά για αυτόνομη ευρωπαϊκή άμυνα, από την άλλη  υπογραμμίζει ότι «με τη συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας ενισχύεται ο καταμερισμός των βαρών μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης, ενισχύει τον διατλαντικό δεσμό, καθώς και τον ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ»(9). Οι προοπτικές λοιπόν στο θέμα αυτό είναι μάλλον η σύναψη τέτοιων συνεργασιών μεταξύ ευρωπαίων  εταίρων όπως η ελληνογαλλική Συμφωνία σε συμμαχικό πλαίσιο.

 

Λόγοι Σύμπηξης Συμμαχίας με τη Γαλλία

 

Το κρίσιμο ερώτημα που  τίθεται,  εφόσον  ούτως έχουν τα πράγματα, είναι τι επιπλέον επιτυγχάνει η Ελλάδα μέσω της σύναψης της Συμφωνίας με τη Γαλλία, το οποίο δεν εξασφαλίζει μέσα από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και την  προστασία που προσφέρει η πυρηνική ομπρέλα της αμερικανικής υπερδύναμης έναντι εξωτερικής απειλής; Η απάντηση που δίνει ο  Έλληνας Πρωθυπουργός στο ερώτημα αυτό είναι η ανησυχία του ότι  το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, που αποτελεί το θεμέλιο λίθο της προστασίας των μελών της Συμμαχίας από εξωτερική επιβουλή, «δεν είναι ξεκάθαρο τι ισχύει σε επίθεση από χώρα σύμμαχο», υπονοώντας – χωρίς να την κατονομάζει –  την Τουρκία. Γι αυτό, συμπληρώνει, «είναι υποχρέωση μου να προστατεύσω τη χώρα μου και να διαμορφώσω τις αναγκαίες συμμαχίες πέραν των διευθετήσεων ασφάλειας που έχουμε ήδη» (10).  Ακόμη πιο σαφής ως προς το τι εκτιμά ότι επιτυγχάνει η χώρα  μέσω της Συμφωνίας με τη Γαλλία και συγκεκριμένα μέσω του Άρθρου 2, είναι ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, λέγοντας σε σχετικό άρθρο του  τα εξής: «Η Ελλάδα θωρακίζεται ακόμη περισσότερο από κάθε εξωτερική απειλή» καθώς «η  ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής υποδηλώνει ότι εάν δεχθεί επίθεση από οποιοδήποτε αντίπαλο, τότε η ισχυρότερη στρατιωτικά δύναμη στην ΕΕ, η μόνη με πυρηνική δύναμη αποτροπής, θα βρεθεί στο πλευρό μας»(11). Δηλαδή με τη Συμφωνία της με τη Γαλλία, η Ελλάδα,  κατά τον κ. Δένδια,  θεωρεί ότι στις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις προστίθενται και αυτές μιας πολύ πιο ισχυρής χώρας από ό,τι η  ίδια και η Τουρκία, για να ενισχύσει την ασφάλεια της – για να αμυνθεί και να αποτρέψει αποτελεσματικά ενδεχόμενη τουρκική επίθεση ή απειλή. Ιδανικά, λοιπόν,  με βάση το σκεπτικό της Αθήνας, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο και με την προϋπόθεση ότι η γαλλική δύναμη είναι άμεσα διαθέσιμη, αξιόπιστη και  έμπρακτα προσφερόμενη για πολεμική εμπλοκή στο πλευρό της Ελλάδας,  μέσω της Συμφωνίας αυτής,  η ελληνική πλευρά ενισχύει αποφασιστικά τη στρατιωτική ικανότητα και την αυτοπεποίθηση της έναντι της απειλής από την Τουρκία. Εάν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, πόσο μάλλον πιο αποτελεσματική θα είναι η αποτρεπτική στάση της Ελλάδας όταν  η σύμμαχος χώρα, εκτός από μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, είναι,  όπως υποδεικνύει ο Έλληνας ΥΠΕΞ,  και πυρηνική δύναμη!.

 

Επίσης η Συμφωνία κατά τον κ Μητσοτάκη« αναβαθμίζει γεωπολιτικά τη χώρα» στην περιοχή(12) και λογικά θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς  ότι απομονώνει περαιτέρω την ήδη απομονωμένη πολιτικά τουρκική πλευρά. Αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής της κανονιοφόρου που ασκεί έναντι της Ελλάδας  στην προώθηση των επιδιώξεων της και αυξάνει σημαντικά για την Άγκυρα το κόστος και τις προοπτικές αποτυχίας σε μια πολεμική σύγκρουση.

 

Το ίδιο βέβαια, ίσως και σε κάπως μεγαλύτερο βαθμό, ενισχύεται και το γεωπολιτικό εκτόπισμα της Γαλλίας, μέσω στρατιωτικών και άλλων διευκολύνσεων και εγκαταστάσεων που της παρέχει η Αθήνα. Γίνεται έτσι πιο αισθητή η γαλλική παρουσία και επιρροή στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου μέχρι και ίσως και στη Μέση Ανατολή όπου σημαντικός ανταγωνιστής της, μετά την απόσυρση των ΗΠΑ,  είναι η Τουρκία και η επεκτατική της συμπεριφορά ακόμη και σε χώρους παραδοσιακού ενδιαφέροντος της γαλλικής πολιτικής π.χ. Συρία, Λίβανο, Λιβύη, Ιράκ.

 

ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΚΟΤΗΤΕΣ

 

Αυτοί οι θεωρητικοί συλλογισμοί και συνειρμοί έχουν δημιουργήσει κλίμα ευφορίας στην ελληνική πλευρά όσον αφορά τη σύναψη της Συμφωνίας με τη Γαλλία όπως είναι ευδιάκριτο σε κυβερνητικές δηλώσεις, δημοσιεύματα και αναλύσεις. Η ευφορία αυτή επεκτείνεται σε κάποιο βαθμό – πιο έμμεσα – και καλύπτει και την Κύπρο. Ωστόσο η εικόνα αυτή δεν είναι ρεαλιστική ούτε ολοκληρωμένη, ενώ υπάρχουν διάφορα σημεία προβληματισμού, αδυναμίες και αντιφάσεις που αξίζει να επισημανθούν και συνεκτιμηθούν με το περιεχόμενο και τις προοπτικές της Συμφωνίας όσον αφορά την άμυνα, τη θωράκιση και την ασφάλεια της Ελλάδας.

 

Γαλλία και Τουρκική Απειλή

 

Καταρχήν η Τουρκία μπορεί να είναι γεωπολιτικός ανταγωνιστής της Γαλλίας κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και σε περιοχές της Αφρικής. Δεν αποτελεί όμως στον ίδιο βαθμό άμεση και σοβαρή απειλή για τη γαλλική επικράτεια  όπως  είναι για παράδειγμα η τουρκική απειλητική συμπεριφορά με στρατιωτικά μέσα κατά της ίδιας της Ελλάδας στο Αιγαίο αλλά και κατά της Κύπρου – παρά τις παρενοχλήσεις που διενεργεί η Άγκυρα στο εσωτερικό της Γαλλίας μέσω  μουσουλμανικών μειονοτήτων και οργανισμών. Ούτε και μπορεί οποιασδήποτε μορφής ή κλίμακας άμεση στρατιωτική εμπλοκή της Γαλλίας κατά της συμμάχου Τουρκίας να θεωρηθεί δεδομένη, ενώ η πιθανότητα γαλλικής προειδοποίησης προς την Άγκυρα για πυρηνική αντίποινα είναι αδιανόητη.

 

Η Βορειοατλαντική Συνθήκη και η Ελληνογαλλική Συμφωνία

 

Έχοντας σημειώσει τα ανωτέρω, είναι σημαντικό  να αναφερθεί ότι η ελληνογαλλική Συμφωνία όπως και οποιαδήποτε άλλη σχετική διεθνής σύμβαση που έχουν συνάψει ή θα συνάψουν οι δύο χώρες,  ενόσω είναι μέλη του ΝΑΤΟ δεν μπορεί το περιεχόμενο τους να αντιτίθενται σε άρθρα και πρόνοιες της Βορειοατλαντικής Συνθήκης. Το  Άρθρο 8 της Συνθήκης, της Νατοϊκής Συμμαχίας, στην οποία  Γαλλία και Ελλάδα δηλώνουν πίστη και αφοσίωση, είναι πολύ κατηγορηματικό επί του προκειμένου: «Κάθε μέρος δηλώνει ότι καμία από τις διεθνείς δεσμεύσεις που ισχύουν τώρα μεταξύ αυτού και οποιουδήποτε άλλου μέρους ή τρίτου κράτους δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις διατάξεις της παρούσας Συνθήκης και δεσμεύεται να μην συνάψει καμία διεθνή συμφωνία που συγκρούεται με την παρούσα Συνθήκη».

 

Αυτό  σημαίνει ότι η Ελλάδα και η Γαλλία ενόσω παραμένουν στο ΝΑΤΟ, δεσμεύονται πως η Βορειοατλαντική Συνθήκη και οι πρόνοιες της υπερισχύουν οποιασδήποτε άλλης σχετικής διεθνούς συμφωνίας. Κι εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, η δέσμευση αυτή εξουδετερώνει  ουσιαστικά την όποια εγκυρότητα και ισχύ του  Άρθρο 2 της μεταξύ τους Συμφωνίας  που προνοεί την παροχή βοήθειας και συνδρομής στο Μέρος που δέχεται επίθεση. Δηλαδή δεδομένου ότι ο επιτιθέμενος κατά της Ελλάδος δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ και η επίθεση συντελείται στο χώρο της Ευρώπης, τότε ούτως ή άλλως αναμένεται να ενεργοποιηθεί το  Άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης και δεν χρειάζεται η επίκληση του Άρθρου 2 της ελληνογαλλικής Συμφωνίας για να ζητηθεί η συνδρομή της Γαλλίας (όπως και των άλλων νατοϊκών εταίρων) δεδομένου βέβαια ότι υπάρχει κοινή αντίληψη περί επίθεσης, καθώς και διάθεση πολεμικής εμπλοκής από το Παρίσι.

 

Εάν από την άλλη ο επιτιθέμενος είναι νατοϊκός σύμμαχος όπως η Τουρκία, πράγμα από το οποίο θέλει να κατοχυρωθεί η  Ελλάδα, το Άρθρο 2 της Συμφωνίας, όπως και το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ,  δεν κάνουν  καμία αναφορά στο ενδεχόμενο αυτό ούτε και στο αν και πώς σε μια τέτοια περίπτωση θα ενεργήσουν. Ούτε και στις δημόσιες δηλώσεις των δύο κυβερνήσεων αναφέρεται καν, εκτός  από κάποια υπονοούμενα,  ότι η Συμφωνία αφορά και αντιμετώπιση στρατιωτικής απειλής από την Τουρκία.  Εξάλλου μια τέτοια διακήρυξη θα συγκρουόταν μετωπικά με τη Βορειοατλαντική Συνθήκη του ΝΑΤΟ γιατί χρήση στρατιωτική βίας  από ένα σύμμαχο εναντίον άλλου θα οδηγούσε τη Συμμαχία σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς.

 

Άρα, επί της ουσίας, παρά τις εντυπώσεις και το ψυχολογικό και γεωπολιτικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί,  τίποτε δεν είναι σίγουρο και τίποτε δεν έχει ξεκαθαρίσει όσον αφορά το επίμαχο σημείο της προστασίας συμμάχου από επίθεση συμμάχου, παρότι ήταν αυτός ο προβληματισμός της Ελλάδας για το ΝΑΤΟ,  κατά τον κ. Μητσοτάκη, που οδήγησε την Αθήνα στη Συμφωνία με τη Γαλλία. Το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών  είναι αρκετά αποκαλυπτικό επί του προκειμένου όταν σχολιάζει την εξέλιξη αυτή,  λέγοντας   απλά ότι «πρόκειται για μια διμερή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, η οποία περιέχει σαφείς αναφορές στην ιδιότητα τους ως κρατών – μελών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και δεν στρέφεται εναντίον άλλων εταίρων»(13). 

 

Το Χειροπιαστό Αποτέλεσμα της Ελληνογαλλικής Συμφωνίας

 

Χωρίς να παραγνωρίζεται το οποιοδήποτε θετικό πρόσημο της γεωπολιτικής και διπλωματικής συμβολής της Συμφωνίας ή των διαφόρων μορφών στρατιωτικής τους συνεργασίας, το μόνο που φαίνεται σταθερά σίγουρο και χειροπιαστό ότι επιτυγχάνεται μέσα από αυτή είναι η αγοραπωλησία γαλλικού οπλισμού για αναβάθμιση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Το  δε Στέιτ Ντιπάρτμεντ  αναφερόμενο στη ελληνογαλλική Συμφωνία,  χαιρετίζει την από μέρους της Ελλάδας εκπλήρωση των νατοϊκών της δεσμεύσεων, καθώς  και τις επενδύσεις για αναβάθμιση των αμυντικών της δυνατοτήτων» (14).

 

Επίσης παρά το θόρυβο  που προκάλεσε στην Τουρκία η Συμφωνία – ιδίως στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης – καθώς και τα κάποια σχόλια δυσαρέσκειας της τουρκικής κυβέρνησης, ωστόσο είναι κυρίως αυτό το μέρος που αφορά την πώληση γαλλικών όπλων στην Ελλάδα και όχι το Άρθρο 2 που ενόχλησε ιδιαίτερα την τουρκική πλευρά. Η ενόχληση του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έγινε δημόσια γνωστή από τον ίδιο όταν δήλωνε στα τέλη Οκτωβρίου στο περιθώριο της συνόδου των G20 στη Ρώμη, ότι μετέφερε την ανησυχία του αυτή κατά τη συνάντηση του με τον  Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν στην ιταλική πρωτεύουσα (15). Και αυτό για τον επιπλέον λόγο ότι η Τουρκία, τουλάχιστο επί του παρόντος παραμένει αρκετά καθηλωμένη όσον αφορά ορισμένα εξοπλιστικά  προγράμματα εκσυγχρονισμού της Πολεμικής Αεροπορίας και του Ναυτικού ένεκα κυρίως αμερικανικού εμπάργκο και ορισμένων ευρωπαϊκών περιορισμών.

 

Η αγορά λοιπόν των 24 μαχητικών Ραφάλ και των 4 φρεγατών από τη Γαλλία στα επόμενα χρόνια – χωρίς αντίστοιχη τουρκική ενίσχυση –  προσθέτει στις αεροπορικές και ναυτικές ικανότητες της Ελλάδας να υπερασπίσει την εθνική της κυριαρχία. Μειώνει θετικότερα για την Ελλάδα το αριθμητικό πλεονέκτημα σε μαχητικά που έχει η τουρκική πλευρά όσον αφορά το συσχετισμό ισχύος στην περιοχή,  και αν ληφθεί υπόψη και το ποιοτικό στοιχείο στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία και η βελτίωση των ναυτικών της ικανοτήτων η Άγκυρα δεν μπορεί  να είναι και πολύ ευτυχής. Είναι γεγονός που πρέπει να προκαλεί περαιτέρω προβληματισμό  στην Τουρκία ως προς το μέχρι σε ποιο βαθμό μπορεί να ασκεί την πολιτική της κανονιοφόρου που ακολουθεί έναντι της Ελλάδας, πιστεύοντας ότι το ποσοτικό στοιχείο που διαθέτει της προσφέρει τη δυνατότητα αυτή. Βέβαια πρόκειται για ένα στοιχείο που ούτως ή άλλως δεν μπορεί να της εγγυηθεί ότι θα επικρατήσει στο ενδεχόμενο θερμής ελληνοτουρκικής στρατιωτικής σύγκρουσης, που βέβαια θα είναι και για τις δύο χώρες οδυνηρή έως και καταστροφική,  με μεγάλη αναστάτωση και σοβαρές συνέπειες στην περιοχή. 

 

Η Κάλυψη της Κύπρου

 

Καθόσον αφορά ελληνική κάλυψη της Κυπριακής Δημοκρατίας,  η άποψη του Κύπριου Υπουργό Εξωτερικών κ. Νίκο Χριστοδουλίδη είναι ίσως αρκετά αντιπροσωπευτική της πραγματικότητας, δηλαδή ότι «η ελληνογαλλική συμφωνία δεν αφορά την Κύπρο»(16). Από την άλλη ο Υπουργός Άμυνας κ. Χαράλαμπος Πετρίδης, τη  χαρακτήρισε  «σημαντικό βήμα για την εμπέδωση συνθηκών ειρήνης και ασφάλειας στη Μεσόγειο» (η Τουρκία βέβαια ισχυρίζεται το αντίθετο)  «αλλά και για τη στρατιωτική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης», η οποία (αυτονομία) ωστόσο όπως έχει αναδειχθεί προηγουμένως, δεν προκύπτει ούτε από το πνεύμα ούτε από το γράμμα της ελληνογαλλικής Συμφωνίας. Ούτε και είναι, τουλάχιστο στο άμεσα προβλεπτό μέλλον,  εφικτή. Χαιρέτισε επίσης τη Συμφωνία με τη Γαλλία, υποδεικνύοντας ότι « η αμυντική ενίσχυση της Ελληνικής Δημοκρατίας  είναι πάντοτε καλά νέα για τον Κυπριακό και τον απανταχού Ελληνισμό».

 

Βέβαια τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Η υπό αναφορά ενίσχυση της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας και του Πολεμικού Ναυτικού με πιο σύγχρονα γαλλικά μέσα ουδόλως ανατρέπει άρδην τους συσχετισμούς ισχύος στο κυπριακό μέτωπο,  ούτε και αλλάζει τα στρατιωτικά και γεωγραφικά δεδομένα αντιμετώπισης τής κατά πολύ υπέρτερης τουρκικής υπεροχής και απειλής στο νησί. Μόνο σε κάποιο περιορισμένο βαθμό και με ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και παραγνώρισης αντικειμενικών  δυσκολιών  και κόστους  θα μπορούσε να λεχθεί ότι η αγορά αριθμού γαλλικών μαχητικών και ναυτικών μέσων στο πλαίσιο της ελληνογαλλικής Συμφωνίας,  συμβάλλει προς την κατεύθυνση αυτή.  Χρειάζεται βαθύτερη στρατιωτική σκέψη και στρατηγική,  πολύ μεγαλύτερη διάθεση πόρων,  προηγμένα τεχνολογικά μέσα, άρτια εκπαίδευση, υψηλά επίπεδα δεξιοτεχνίας του προσωπικού και αποτελεσματικός σχεδιασμός σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, για να είναι πιο αποδοτική οποιαδήποτε ελληνική  στρατιωτική υποστήριξη και για να καταστεί η άμυνα της Κύπρου πιο αξιόπιστη και αποτρεπτική.

 

Συνεπώς η ελληνογαλλική Συμφωνία εκτός από τις έμμεσες πολιτικές προεκτάσεις  που έχει και που  προσθέτουν στη γενικότερη απάντηση στην  τουρκική  προκλητικότητα  με διπλωματικά μέσα, σε συνάρτηση και με τη στάση και συνεργασία άλλων χωρών στην περιοχή, δεν έχει οποιεσδήποτε άμεσες ευεργετικές επιδράσεις για την ασφάλεια και άμυνα της Κυπριακής Δημοκρατίας  καθεαυτό. Η Τουρκία συνεχίζει να διατηρεί  αδιαμφισβήτητη στρατιωτική υπεροχή σε ξηρά θάλασσα και αέρα. Έτσι παρόλο που διπλωματικά η Άγκυρα είναι σε αρκετά δυσχερή θέση ένεκα έκνομων ενεργειών της στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη αλλά και των ακραίων θέσεων της στο Κυπριακό, ωστόσο έχοντας το πάνω χέρι στρατιωτικά συνεχίζει να μη σέβεται το διεθνές δίκαιο, να  εμμένει στη δημιουργία τετελεσμένων στην κατεχόμενη πόλη των Βαρωσίων  και  σε λύση δύο κρατών κατά παράβαση των ψηφισμάτων και αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών.

 

Η Αντίδραση του ΝΑΤΟ και της Γαλλία σε Ελληνοτουρκική  Σύρραξη

 

Βέβαια αντίθετα με την ασάφεια που βλέπει η ελληνική πλευρά στο Άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης όσον αφορά την αντίδραση της Συμμαχίας, στην πραγματικότητα είναι πολύ ξεκάθαρο τι θα κάνει το ΝΑΤΟ στο ενδεχόμενο θερμής στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ συμμάχων. Μπορεί να μην  αναφέρεται ρητά σε κανένα άρθρο της Βορειοατλαντικής Συνθήκης πώς θα ενεργήσει όταν βρεθεί αντιμέτωπο με το γεγονός αυτό αλλά εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει περίπτωση  το ΝΑΤΟ να εμπλακεί σε πολεμική σύγκρουση στο πλευρό ενός συμμάχου εναντίον του άλλου. Όταν αμφισβητείται από τις ίδιες τις ΗΠΑ αν το ΝΑΤΟ θα ενεργοποιήσει το  Άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης για να υπερασπίσει μέλος του από εξωτερική επίθεση, όπως π.χ. έκαμε ο Πρόεδρος Τραμπ διερωτώμενος «γιατί θα πρέπει ο γιος μου να πάει στο Μαυροβούνιο να το προστατεύσει από επίθεση» (18), πόσο μάλλον θα ανέμενε κανείς ότι θα δράσει στρατιωτικά υπέρ του ενός συμμάχου εναντίον άλλου μέλους της Συμμαχίας σε περίπτωση θερμής αντιπαράθεσης μεταξύ των.

 

Αλλά και πρόθεση στρατιωτικής εμπλοκής  του ΝΑΤΟ να υπάρχει από κάποια μέλη, αυτό και πάλι είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβεί. Εκτός του ότι είναι απαραίτητο να προηγηθούν οι αναγκαίες διαβουλεύσεις (Άρθρο 4 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης), θα πρέπει ομόφωνα να  προσδιοριστεί ποιος είναι ο επιδρομέας και στο πλευρό ποιου εκ των δύο συμμάχων θα  εμπλακούν και  με τι μέσα. Επίσης και βέτο να μην προβληθεί από κάποιο μέλος, μια τέτοια νατοϊκή εμπλοκή θα μπορούσε να οδηγήσει τη Συμμαχία  σε μεγάλες περιπέτειες.

 

Το ίδιο αποτέλεσμα θα είχε εάν έναν μέλος –  π.χ. η Γαλλία που έχει συνάψει ξεχωριστή αμυντική Συμφωνία ή συμμαχία με την Ελλάδα –   κάνει επίκληση του Άρθρου 2 και αγνοήσει τις δεσμεύσεις της στο ΝΑΤΟ, επεμβαίνοντας στη διαφορά υπέρ της ελληνικής πλευράς εναντίο της Τουρκίας με τη χρήση ένοπλης βίας όπως εξάλλου προσδοκεί η Αθήνα. Βέβαια σε ενδεχόμενη θερμή ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, το ΝΑΤΟ είτε εμπλακεί είτε όχι, οι συμμαχικές σχέσεις θα διαταραχθούν  σοβαρά από την πολεμική σύγκρουση Ελλάδας Τουρκίας  – με μακρόχρονες επιπτώσεις –  ενώ σε περίπτωση μικρής ή και μεγαλύτερης στρατιωτικής ανάμιξης του, το  ΝΑΤΟ  θα μπορούσε να οδηγηθεί ακόμη και σε αυτοκαταστροφή.

 

Γι αυτό, υπό τις καλύτερες συνθήκες, αντί πολεμικής εμπλοκής  υπέρ του ενός ή του  άλλου συμμάχου – χωρίς να αποκλείεται περιορισμένη και ίσως συγκαλυμμένη  στρατιωτική συνδρομή της Γαλλίας υπέρ της Ελλάδας έστω για να φανεί ότι τιμά τη Συμφωνία  με την Αθήνα  –  το ΝΑΤΟ ή το πιθανότερο κάποια από τα ισχυρά μέλη της Συμμαχίας και της ΕΕ, θα επιδοθούν στα εξής: Θα αναλάβουν το ταχύτερο πρωτοβουλίες διπλωματικών και πολιτικών διεργασιών για να συγκρατήσουν τους εμπόλεμους εταίρους ή να σταματήσουν τη μεταξύ τους σύγκρουση. Θα προσπαθήσουν να επιτύχουν σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, τερματισμό των εχθροπραξιών,  κατάπαυση του πυρός και να φέρουν τις δύο πλευρές στο τραπέζι των συνομιλιών.

 

Το κρίσιμο σημείο

 

Ασφαλώς η κατάπαυση του πυρός σε κάποια φάση θα επέλθει. Το κρίσιμο σημείο σε αυτή την περίπτωση είναι σε πια φάση και σε ποιες θέσεις στο πολεμικό πεδίο και κυρίως στη θάλασσα και τη ξηρά θα βρίσκεται η κάθε πλευρά όταν τελικά επιτευχθεί εκεχειρία: Έχει κερδίσει σε βάρος της επικράτειας του αντιπάλου ή έχει διατηρήσει αναλλοίωτα τα δεδομένα της εθνικής της κυριαρχίας όπως προηγουμένως; Τι καταστροφές- απώλειες ζωών, εξοπλισμού, εγκαταστάσεων και υποδομών έχει η κάθε μια υποστεί κ.λπ., καθώς και τι αντίκτυπο έχει στο εσωτερικό τους. Είναι κρίσιμο το σημείο αυτό γιατί το αποτέλεσμα τη σύγκρουσης μέχρι την εκεχειρία θα κρίνει τη διαπραγματευτική ισχύ των μερών στην προώθηση ή υπεράσπιση των θέσεων τους στο τραπέζι των συνομιλιών σε μια διαδικασία    με νέους κύκλους κρίσεων, διαφόρου εντάσεως, εφόσον δεν υπάρχει πολιτική λύση στη διαφορά.

 

Ελληνοτουρκική πολεμική εμπλοκή αναπόφευκτα θα έχει επιδράσεις και στην Κύπρο. Θα χρειαστεί  πολλή αυτοσυγκράτηση γα να μην επεκταθούν οι εχθροπραξίες στο νησί εκτός αν η Τουρκία σκόπιμα θα το θεωρούσε ευκαιρία διεύρυνσης του ελληνοτουρκικού μετώπου και στην Κύπρο αποβλέποντας σε πρόσθετα κέρδη επί του εδάφους για να επιβάλει τους όρους της στο Κυπριακό. Όσον πιο ισχυρή στρατιωτικά είναι η Κυπριακή Δημοκρατία και όσο περισσότερο είναι οχυρωμένη διπλωματικά, τόσο πιο αποθαρρυμένη θα είναι η Τουρκία να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα με τη χρήση στρατιωτικής βίας κατά της ελεύθερης  Κύπρου. Διευκολύνεται έτσι και η Ελλάδα στην επικράτειας της στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Εάν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης είναι σε βάρος της Ελλάδας και της διαπραγματευτικής της θέση έναντι της Τουρκίας, αυτό θα έχει αρνητικές προεκτάσεις και για την ελληνοκυπριακή πλευρά στο Κυπριακό.

 

Έχει σημασία λοιπόν ο αμυνόμενος, στην προκειμένη περίπτωση η Ελλάδα,  να είναι σε θέση να αποτρέψει ή αν χρειαστεί να αντιμετωπίσει  στο πεδίο της μάχης αποτελεσματικά και να αναστρέψει την έκβαση μιας επιχείρησης μόλις εκδηλωθεί σε βάρος του αντιπάλου, στηριζόμενη στις δικές της ικανότητες τις οποίες πρέπει να αναπτύσσει και να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα ετοιμότητας. Το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο. Όχι να παραμένουν ανεπαρκώς προετοιμασμένοι και ίσως να αιθεροβατούν  προσδοκώντας στην πιθανή αλληλεγγύη και βοήθεια τρίτων ή με την επίκληση όχι και απόλυτα αξιόπιστων άρθρων  συνομολογημένων συμφωνιών ή υποσχέσεων που έχουν εκφραστεί.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΕΙΣΗΓΗΣΕΕΙΣ

 

Για την ελληνική πλευρά η Συμφωνία  συμμαχίας με τη Γαλλία αποφέρει κάποια διπλωματικά κέρδη. Προστιθέμενη σε μια σειρά συμφωνιών  με άλλες χώρες όπως την Αίγυπτο, την Κύπρο και το Ισραήλ, προκαλεί αίσθηση αυξημένης πολιτικής απομόνωσης της Τουρκίας στην περιοχή. Στη Γαλλία προσφέρει ορισμένα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα καθώς και ερείσματα έναντι της Τουρκία, η οποία αν και σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, αποτελεί ανταγωνιστή στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Μεσογείου και στη Βόρεια Αφρική. Δεν αποτελεί όμως άμεση στρατιωτική απειλή για τη Γαλλία όπως είναι για την Ελλάδα η Τουρκία.

 

Βέβαια ορισμένες αντιφάσεις και αυτοαναιρέσεις θέσεων που έχουν προβληθεί από δηλώσεις  των δύο χωρών όπως και το ίδιο το περιεχόμενο της Συμφωνίας,  δίνουν ώθηση σε προβληματισμό και ερωτηματικά όσον αφορά τις κατευθύνσεις στις οποίες κινείται και τους σκοπούς που εξυπηρετεί. Ενώ από τη μια τα συμβαλλόμενα Μέρη  – ιδίως στην Ελλάδα – μιλούν ότι η Συμφωνία αποτελεί προπομπό της δημιουργίας αυτοάμυνας  της Ευρώπης, από την άλλη  δηλώνουν ότι την άμυνα αυτή την αντιλαμβάνονται να αποτελεί ευρωπαϊκό σκέλος του ΝΑΤΟ.

 

Η Αθήνα μέσω της ελληνογαλλικής Συμφωνίας και του Άρθρου 2 περί αμοιβαίας συνδρομής σαφώς δηλώνει ότι αναζητά την εκτός ΝΑΤΟ οχύρωση της από το ενδεχόμενο επίθεσης από συμμαχική χώρα, αφού δεν την καλύπτει το Άρθρο 5 της Νατοϊκής Συμμαχία. Από την άλλη όμως Ελλάδα και Γαλλία στην ίδια τη Συμφωνία ομνύουν νομιμοφροσύνη και αφοσίωση στη Βορειοατλαντική Συνθήκη, οι πρόνοιες της οποίας, ενόσω παραμένουν μέλη του ΝΑΤΟ, δεσμεύονται ότι υπερισχύουν οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας.

 

Ακόμη και οι απειλές που καταγράφονται στην ελληνογαλλική  Συμφωνία για να αντιμετωπίσουν οι δύο χώρες, είναι εντός του πλαισίου του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, ενώ η ρήτρα ( Άρθρο 2) περί αμοιβαίας υποστήριξης και συνδρομής μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, περιλαμβανομένης και της χρήσης στρατιωτικής βίας στο ενδεχόμενο επίθεσης κατά της επικράτειας των Μερών, δεν υποκαθιστά το Άρθρο 5 της Νατοϊκής Συμμαχίας. Ούτε και γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε αντιμετώπιση επίθεσης ή απειλής από συμμαχική χώρα όπως η Τουρκία.

 

Η πιθανότερη αντίδραση του ΝΑΤΟ και των εταίρων γενικά σε περίπτωση ελληνοτουρκικής θερμής αντιπαράθεσης και επίκλησης του Άρθρου 5 της Νατοϊκής Συμμαχίας,  είναι όχι να λάβουν μέρος υπέρ του ενός ή του άλλου συμμάχου αλλά να αναλάβουν έντονες πρωτοβουλίες διαχείρισης της κρίσεως, κατάπαυσης του πυρός και έναρξης διαλόγου. Πιθανή ίσως εξαίρεση να ήταν κάποια συγκαλυμμένη γαλλική υποστήριξη  προς Ελλάδα τηρώντας τουλάχιστο τα προσχήματα της μεταξύ τους Συμφωνίας.

 

Η δε ΕΕ με το άρθρο 42(7) της σχετική Συνθήκης της Ένωσης  δεν θα λειτουργούσε διαφορετικά τουλάχιστο στρατιωτικά από ό,τι το ΝΑΤΟ. Μάλλον θα τασσόταν πολιτικά υπέρ της Ελλάδας αν δεχόταν τουρκική επίθεση αλλά και με προτροπές για διάλογο και ειρηνική επίλυση της, ενώ η πιθανότητα μέτρων κατά της Τουρκίας θα εξαρτιόταν  από τα γεγονότα που θα είχε ενώπιον της.

 

Τελικά το πιο άμεσο και απτό αποτέλεσμα της ελληνογαλλικής Συμφωνίας εκτός από τις επί μέρους στρατιωτικές συνεργασίες είναι η αγοραπωλησία  πιο σύγχρονου εξοπλισμού για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Παρά την κάποια τουρκική αριθμητική υπεροχή, τα γαλλικά μαχητικά και φρεγάτες που θα προμηθευτεί η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία και το Ναυτικό προσθέτουν στις στρατιωτικές ικανότητες της Ελλάδας, προκαλώντας ανησυχία στην  Άγκυρα,  ιδιαίτερα εάν δεν μπορέσει να υπερπηδήσει τους αμερικανικούς και άλλους περιορισμούς  που τουλάχιστον επί του παρόντος αντιμετωπίζει.

 

Ωστόσο η ανυπαρξία υποστήριξης ή άμεσης και ουσιαστικής συνεισφοράς από συμμάχους σε ενδεχόμενη πολεμική εμπλοκή Ελλάδας – Τουρκία και η σημασία του ποιος εκ των δύο θα βρεθεί κερδισμένος ή χαμένος επί του εδάφους, ισχυρός ή αδύναμος στο διαπραγματευτικό σκηνικό που θα δημιουργηθεί μετά  την επίτευξη εκεχειρίας, είναι εξαιρετικά κρίσιμο εθνικό ζήτημα.  Η προοπτική αυτή από μόνη της επιβάλλει στην ελληνική πλευρά να κατανοήσει, πρώτο,  ότι πρέπει πρωταρχικά να στηριχτεί στις δικές της δυνάμεις και να τις ενισχύσει. Δεύτερο, να  έχει τις στρατιωτικές ικανότητες, την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία να αποτρέψει μια απειλή. Τρίτον αν δεν μπορέσει να την αποτρέψει, τότε  να είναι σε θέση να αμυνθεί αποτελεσματικά και να επιβληθεί από την αρχή σε μια ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση για να αποφύγει τα ολέθρια επακόλουθα μιας εθνικής ταπείνωσης.

 

Τέλος καθόσον αφορά την Κύπρο σε σχέση με τη ελληνογαλλική Συμφωνία σαφώς δεν είναι καλυμμένη, παραμένει το ίδιο εκτεθειμένη στην τουρκική απειλή όπως και πριν. Μόνο μια ισχυρή στρατιωτικά Ελλάδα με ενισχυμένες και τις κυπριακές αμυντικές ικανότητες,  στα πλαίσια μιας συμφωνημένης στρατηγικής αποτροπής, πιθανό θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα στον τουρκικό επεκτατισμό.

 

Του Δρ Άριστου Αριστοτέλους

 

Πρώην Βουλευτή, Ειδικού σε Θέματα Άμυνας και Στρατηγικής

Skip to toolbar