Σύμφωνα με δελτίο Τύπου από την Ακαδημία Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η εικόνα εξήχθη παράνομα από έναν πιλότο της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας, ο οποίος υπηρετούσε στην Κύπρο το 1974 κατά την τουρκική εισβολή.
«Ο γιος του αείμνηστου αξιωματικού θεώρησε σωστό να επιστρέψει την εικόνα στον τόπο προέλευσής της» αναφέρεται.
Ο κύριος, που επέλεξε να διατηρήσει την ανωνυμία του, δεν έχει χρηματικές ή άλλες αξιώσεις, αλλά έθεσε ως μόνους όρους, την επιστροφή της εικόνας στο νόμιμο κάτοχό της, δηλαδή στην Εκκλησία της Κύπρου, και να μην επωφεληθεί κανείς οικονομικά από τον επαναπατρισμό της.
Για την αποκατάσταση της εικόνας, ο Βρετανός κάτοχος συνεργάστηκε με τον Marc-André Renold, καθηγητή του Δικαίου της Τέχνης και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και κάτοχο της έδρας της UNESCO στο Δίκαιο της Διεθνούς Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Η εικόνα παραδόθηκε την Τετάρτη σε εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’, εκ μέρους του γιου του Βρετανού αξιωματικού από τον καθηγητή Renold στη Villa Moynier, όπου στεγάζεται η Ακαδημία.
«Αν η εικόνα αυτή μπορούσε να μιλήσει, θα είχε να πει μια μεγάλη ιστορία για τη δημιουργία της και για τη χαρά που πρόσφερε σε πολλές γενιές πιστών. Θα έλεγε επίσης για τις λύπες του κόσμου, τη σύγκρουση και τον εκτοπισμό σε μια άλλη χώρα για πολλά χρόνια» είπε ο ανώνυμος δωρητής. Αυτή η εικόνα του Αγίου Ιωάννη, πρόσθεσε, παρέμεινε κρυμμένη σε ένα κουτί για χρόνια «και μου φαινόταν ότι πήγαινε χαμένη».
«Η επανένωσή της με τους ανθρώπους που πραγματικά εκτιμούν αυτό που αντιπροσωπεύει είναι ό,τι καλύτερο για όλους τους ενδιαφερόμενους» είπε, σύμφωνα με το δελτίο Τύπου.
Στην τελετή παραβρέθηκαν ακαδημαϊκοί, διπλωμάτες, μέλη της τοπικής Ορθόδοξης κοινότητας, και φοιτητές του Πανεπιστημίου της Γενεύης.
Ο καθηγητής Renold είχε έρθει σε επαφή με την ιστορικό τέχνης, Μαρία Παφίτη, γνωστή για την εμπλοκή της σε πολλές υποθέσεις επαναπατρισμού λεηλατημένης τέχνης από την Κύπρο, μεταξύ των οποίων το ψηφιδωτό του Αγίου Ανδρέα του 6ου αιώνα από την εκκλησία της Παναγίας Κανακαριάς. Η κ. Παφίτη ενημέρωσε τον Αρχιεπίσκοπο και συντόνισε τη διαδικασία για την επιστροφή της εικόνας στην Κύπρο, αναφέρεται.
Ο κ. Renold είπε ότι «είναι υπέροχο» που ξεκινούν το έργο της νέας πλατφόρμας για τη διπλωματία της πολιτιστικής κληρονομιάς του Πανεπιστημίου της Γενεύης με μια τόσο ωραία υπόθεση.
Είπε ότι η διαδικασία ήταν ομαλή και διαφανής, χάρη στη σαφή επιθυμία του δωρητή να «κάνει το σωστό» και στην αποτελεσματικότητα και την τεχνογνωσία της κ. Παφίτη, χωρίς την οποία αυτή η αποκατάσταση δεν θα ήταν δυνατή.
«Ελπίζω επίσης ότι αυτή η υπόθεση θα είναι η πρώτη από τις πολλές, είτε πρόκειται για έργα υψηλής ή μέτριας αξίας, αλλά σε κάθε περίπτωση μεγάλης σημασίας για τις κοινότητες και τα άτομα με τα οποία σχετίζονται» πρόσθεσε.
Η κ. Παφίτη, με τη σειρά της, είπε ότι αισθάνεται προνομιούχα που συμμετείχε στον επαναπατρισμό αυτής της εικόνας.
«Η εικόνα είναι μεν κυπριακής προέλευσης, αλλά αποτελεί μέρος της παγκόσμιας συλλογικής κληρονομιάς,» πρόσθεσε. Είπε ότι ο επαναπατρισμός της είναι λόγος γιορτής, αλλά και περισυλλογής για τα χιλιάδες έργα τέχνης που διακινούνται παράνομα.
«Εμείς, όλοι οι πολίτες, μπορούμε να συμβάλουμε στην ανάσχεση αυτού του μεγάλου, παγκόσμιου εγκλήματος,» τόνισε.
Αναφέρθηκε επίσης στην «εξαιρετική συνεργασία» μεταξύ του ανώνυμου δωρητή, ο οποίος πήρε την πρωτοβουλία να επιστρέψει την εικόνα στην Εκκλησία της Κύπρου, του καθηγητή Renold και της ομάδας του στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης που επέλεξαν να συνεργαστούν μαζί της αλλά και που φύλαξαν την εικόνα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς και του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’, ο οποίος, όπως είπε, τους συμβούλευσε «με σύνεση όλον αυτό τον καιρό».