Μία από τις σημαντικότερες πτυχές της ιστορίας της Μόρφου και των γειτονικών κοινοτήτων της είναι αυτή της πληθυσμιακής συγκρότησής της και της μελέτης των δεδομένων που απορρέουν από αυτήν.
Για να γίνει κατορθωτό όμως να εξαχθούν σωστά και αντικειμενικά στοιχεία απαιτείται η χρήση της δημογραφίας, δηλαδή της επιστήμης που ασχολείται με τη στατιστική μελέτη των πληθυσμών ορισμένου τόπου και για κάποιο συγκεκριμένο χρόνο, έτσι ώστε να διαπιστωθεί με επιστημονικά κριτήρια η σύνθεσή του, οι κατά χρονικά διαστήματα μεταβολές του και οι λόγοι που τις προκαλούν. Αυτό που επιδιώκεται με τη χρήση της Δημογραφίας είναι σε τελική ανάλυση η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την πορεία του πληθυσμού μίας συγκεκριμένης περιοχής, στην προκειμένη περίπτωση της Μόρφου.
Η δημογραφία εμφανίστηκε στην ιστορία τον 17ο αιώνα, ταυτόχρονα με τη γέννηση της στατιστικής, και βοήθησε με τις αναλύσεις της να ληφθούν μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων, την αποτροπή φαινομένων εγκατάλειψης διαφόρων περιοχών από τον πληθυσμό τους και πολλά άλλα. Στα νεότερα χρόνια στην Κύπρο η πρώτη απογραφή έγινε από τους Βρετανούς αποικιοκράτες το 1881, που έκτοτε πραγματοποιούσαν νέες απογραφές κάθε δέκα χρόνια (1891, 1901, 1911, 1921, 1931), εκτός από την τελευταία απογραφή, η οποία, λόγω του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε το 1946, αντί το 1941. Με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας πραγματοποιήθηκαν άλλες δύο απογραφές, η πρώτη το 1960 και η δεύτερη το 1973, που είναι και η τελευταία από την οποία έχουμε πραγματικά πληθυσμιακά στοιχεία για τη Μόρφου.
Από τη μελέτη των στοιχείων, που μας δίνουν οι ανωτέρω απογραφές -οι οποίες, σημειωτέον, έχουν δημοσιευτεί σε αυτοτελείς τόμους-, συμπεραίνεται ότι ο πληθυσμός της Κύπρου ήταν στην πλειοψηφία του οι Έλληνες, ενώ υπήρχε και μία μειοψηφία από Τούρκους. Γενικά, μπορεί να ειπωθεί ότι πριν την τουρκική εισβολή του 1974, με βάση επίσημα και ακλόνητα στοιχεία, που στηρίζονται στις μέχρι τότε απογραφές, ο πληθυσμός της Κύπρου αποτελείτο από 78% Ελληνοκύπριους και 18% Τουρκοκύπριους, ενώ το υπόλοιπο 4% ήταν διάφορες άλλες άλλες εθνότητες. Στη συνέχεια, όμως, μετά το 1974, η Τουρκία εφάρμοσε μια συστηματική πολιτική εποικισμού του κατεχομένου τμήματος της Κύπρου, από το οποίο εξεδίωξε 170,000 Ελληνοκύπριους. Παρά το γεγονός ότι ο εποικισμός θεωρείται έγκλημα πολέμου και τιμωρείται από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, η Τουρκία, με τη γνωστή θρασύτητα στην πολιτική της και απολαμβάνοντας την κάλυψη των μεγάλων δυναμέων, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, συνεχίζει την παράνομη αυτή πολιτική.
Κύριος στόχος της Τουρκίας για την υιοθέτηση της ανωτέρω πολιτικής για εποικισμό του κατεχόμενου μέρους της Κύπρου είναι η αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα και η διαφοροποίηση της πληθυσμιακής αναλογίας στο νησί μεταξύ των Τούρκων και Ελλήνων, γεγονός το οποίο θα συμβάλει στη δικαιολόγηση των απαιτήσεών της, ως προς την εδαφική και συνταγματική πτυχή του Κυπριακού προβλήματος. Επίσης, με την εγκατάσταση Τούρκων εποίκων στα κατεχόμενα εδάφη επιδιώκεται ώστε, σε συνδυασμό με την εκδίωξη των νόμιμων Ελλήνων κατοίκων, την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς και την εξάλειψη κάθε τι ελληνικού και χριστιανικού, που υπήρχε για αιώνες, τα εδάφη αυτά να αποκτήσουν αμιγή τουρκικό πληθυσμό και η περιοχή να τουρκοποιηθεί στο σύνολό της. Σε αυτή την πολιτική οφείλουμε να βρούμε, έστω και τώρα, τρόπους να αντιδράσουμε, να την καταγγείλουμε σε κάθε διεθνή οργανισμό και να προσπαθήσουμε να την ανατρέψουμε.
Ας Πληθυσμός της Κύπρου στις απογραφές από το 1881 μέχρι 1973
δούμε όμως τα ακριβή πληθυσμιακά στοιχεία στο νησί, όπως και στη Μόρφου και στο διαμέρισμά της, τα οποία ως ιστορικά και αναλλοίωτα, αποτελούν ένα σημαντικό δεδομένο στις διεκδικήσεις μας. Για την περίοδο της Αγγλοκρατίας και στα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974, ο συνολικός πληθυσμός των Ελλήνων, των Τούρκων και όσων ανήκαν σε άλλες θρησκείες, δίνεται για τις απογραφές που πραγματοποιήθηκαν στον πιο κάτω πίνακα. Όπως διαπιστώνουμε από τη μελέτη του οι Έλληνες κάτοικοι του νησιού ήταν πάντοτε πολύ περισσότεροι από τους Τούρκους σε αναλογία, περίπου 4 προς 1.
* * *
Έλληνες Ορθόδοξοι Μουσουλμάνοι Τούρκοι Άλλες θρησκείες
1881 137,631 45,458 3,084
1891 158,585 47,926 3,749
1901 185,713 51,300 ………
1911 214,480 56,428 3,200
1921 244,887 61,339 4,489
1931 276,573 64,238 7,148
1946 361,199 80,548 8,367
1960 442,521 104,350 30,714
1973 498,511 116,000 17,267
Πολύ ενδιαφέροντα είναι και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη των απογραφών της περιόδου της Αγγλοκρατίας και για το διαμέρισμα της Μόρφου και παρατίθενται στο κατωτέρω πίνακα. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στις απογραφές αυτές οι Άγγλοι κατέγραφαν τους Τούρκους κατοίκους του νησιού ως Μουσουλμάνους και τους Έλληνες στις μεν πρώτες απόγραφές ως Μη Μουσολυλμάνους και στη συνέχεια ως Χριστιανούς. Όπως διαπιστώνουμε από τη μελέτη τους, στο διαμέρισμα Μόρφου, που περιλάμβανε την ίδια την κωμόπολη και περίπου πενήντα χωριά, πλειοψηφούσε κατά πολύ το ελληνικό στοιχείο και ειδικά κατά τις απογραφές του 1921 και του 1931 εμφανίζεται να αποτελεί το 90.59% και το 90.99% του συνόλου, αντιστοίχως, ενώ το μουσουλμανικό μόλις το 9.38% και το 7.79%, αντιστοίχως. Ας σημειωθεί ότι στην απογραφή το υπόλοιπο 0.03% για το 1921 και το 1.22% για το 1931 είχε δηλώσει άλλο θρήσκευμα.
Διαμέρισμα (Nahieh) Μόρφου
* * *
Αρ. χωριών/ Μουσουλμάνοι Μη Μουσουλμάνοι/ Σύνολο
πόλεων Χριστιανοί
1881 49 ………. …………. 11,306
1891 47 1,484 10,755 12,239
1901 52 1,515 11,660 13,175
1911 52 1,581 13,472 15,053
1921 46 1,690 16,194 16,194
1931 47 1,557 18,429 19,986
1946 ……. 1,836 23,025 24,861
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι και τα στοιχεία που δίνονται για την ίδια τη Μόρφου στις απογραφές, τόσο της Αγγλοκρατίας, όσο και αυτές της περιόδου της Κυπριακής Δημοκρατίας, και που καταδεικνύουν την ελληνικότητά της. Τα στοιχεία αυτά δίνονται πιο κάτω:
Δημογραφικά στοιχεία της Μόρφου (1881-1973)
* * *
1881 2267 κάτοικοι, 1130 άνδρες, 1137 γυναίκες
551 οικίες, 10 ακατοίκητες, 7 δημόσια κτήρια
1891 2548 κάτοικοι, 1371 άνδρες (62 Μωαμεθανοί, 1309 μη Μωαμεθανοί), 1177 γυναίκες (57 Μωαμεθανές, 1120 μη Μωαμεθανές), σύνολο 119 Μωαμεθανοί, 2429 μη Μωαμεθανοί
648 οικίες, 59 ακατοίκητες, 7 δημόσια κτήρια
1901 2762 κάτοικοι, 1463 άνδρες (65 Μωαμεθανοί, 1398 μη Μωαμεθανοί), 1299 γυναίκες (49 Μωαμεθανές, 1250 μη Μωαμεθανές), σύνολο 114 Μωαμεθανοί, 2648 μη Μωαμεθανοί
741 οικίες, 47 ακατοίκητες, 11 δημόσια κτήρια.
1911: 3228 κάτοικοι, 1672 άνδρες (76 Μωαμεθανοί, 1596 μη Μωαμεθανοί), 1556 γυναίκες (66 Μωαμεθανές, 1490 μη Μωαμεθανές), σύνολο 142 Μωαμεθανοί, 3086 μη Μωαμεθανοί
825 οικίες, 30 ακατοίκητες, 10 δημόσια κτήρια
1921 4250 κάτοικοι, 2178 άνδρες (91 Μωαμεθανοί, 2178 μη Μωαμεθανοί), 1981 γυναίκες (74 Μωαμεθανές, 1907 μη Μωαμεθανές), σύνολο 165 Μωαμεθανοί, 4085 μη Μωαμεθανοί
940 οικίες, 8 ακατοίκητες, 5 δημόσια κτήρια
1931 4335 κάτοικοι, 2166 άνδρες (66 Μουσουλμάνοι, 2100 Χριστιανοί), 2169 γυναίκες (64 Μουσουλμάνες, 2105 Χριστιανές), σύνολο 130 Μουσουλμάνοι, 4205 Χριστιανοί
1033 οικίες, 94 ακατοίκητες και 37 δημόσια κτίρια
1946 5460 κάτοικοι (5267 Έλληνες Χριστιανοί, 179 Μωαμεθανοί Τούρκοι, 14 άλλο θρήσκευμα)
1370 κατοικίες
1960 6642 κάτοικοι, 6480 Έλληνες (3183 άνδρες και 3297 γυναίκες), 32 Μαρωνίτες (17 άνδρες, 15 γυναίκες), 123 Τούρκοι (67 άνδρες, 56 γυναίκες), 6 Άγγλοι (4 άνδρες, 2 γυναίκες), 1 άλλο θρήσκευμα.
1973 7465 κάτοικοι, 3663 άνδρες, 3802 γυναίκες
Στις πηγές της εποχής σώζονται και μερικές άλλες δημογραφικές πληροφορίες, ορισμένες από τις οποίες αναφέρουμε στη συνέχεια. Για παράδειγμα, οι γεννήσεις και θάνατοι στη Μόρφου κατά το έτος 1938 είχαν ως εξής για τη κάθε μία από τις τρεις ενορίες της κωμόπολης:
Άγιος Μάμας: 67 γεννήσεις, 34 θάνατοι, Αγία Παρασκευή: 33 γεννήσεις, 19 θάνατοι, Άγιος Γεώργιος: 21 γεννήσεις, 7 θάνατοι.
Επίσης, ο αριθμός των κατοίκων και των σπιτιών για το έτος 1946 ανά ενορία ήταν ο ακόλουθος:
Άγιος Μάμας: 2576 κάτοικοι (2557 Έλληνες Ορθόδοξοι, 19 Τούρκοι Μουσουλμάνοι), 636 οικίες, Αγία Παρασκευή: 1760 κάτοικοι (1736 Έλληνες Ορθόδοξοι, 22 Τούρκοι Μουσουλμάνοι, 2 άλλο θρήσκευμα), 464 οικίες, Άγιος Γεώργιος: 966 κάτοικοι (857 Έλληνες Ορθόδοξοι, 105 Τούρκοι Μουσουλμάνοι, 4 άλλο θρήσκευμα), 259 οικίες.
Ας σημειωθεί ότι στην απογραφή του έτους 1946 δίνονται και πληθυσμιακά και άλλα στοιχεία για το Διδασκαλικό Κολλέγιο Μόρφου, που λειτουργούσε τότε στην κωμόπολη. Όπως αναφέρεται το Κολλέγιο διέθετε 11 κτήρια, ορισμένα από τα οποία χρησιμοποιούνταν για τη διδασκαλία και τα υπόλοιπα για τη διαμονή τόσο των σπουδαστών, όσο και των καθηγητών. Σύμφωνα με όσα καταγράφονται, στο Διδασκαλικό Κολλέγιο Μόρφου διέμεναν 158 σπουδαστές και καθηγητές, από τους οποίους 117 ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι, 33 Μουσουλμάνοι Τούρκοι, ενώ 8 ανήκαν σε άλλο θρήσκευμα.