Πέθανε ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος. Ο Έλληνας συνθέτης έδινε μάχη εδώ και ένα χρόνο με τον καρκίνο, και στις 5 Μαΐου εισήχθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αλεξάνδρα».
O Γιάννης Μαρκόπουλος υποβλήθηκε, πριν από λίγες ημέρες, σε εγχείριση, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του καρκίνου, αλλά δεδομένου ότι ο οργανισμός του ήταν ιδιαίτερα εξασθενημένος, παρουσιάστηκαν επιπλοκές.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος αποτέλεσε ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας της ελληνικής μουσικής καθώς εμπνεύστηκε και δημιούργησε ένα νέο μουσικό κίνημα στο πλαίσιο του οποίου συνδύασε αριστοτεχνικά τον παραδοσιακό, με τον κλασικό και τον σύγχρονο ήχο.
Πολυγραφότατος, συνέθεσε, κατά τη διάρκεια της μακράς διαδρομής του, έργα που καλύπτουν μια ευρύτατη μουσική γκάμα, από έντεχνη μουσική και ορχηστρικά μέχρι όπερες, ορατόρια και μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο.Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει σημαντικά έργα μελοποιημένης ποίησης, όπως τα «Χρονικό» και η «Ιθαγένεια» σε στίχους Κ.Χ. Μύρη, «Θητεία» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, οι «Μετανάστες» σε ποίηση Γιώργου Σκούρτη, «Ο Στράτης ο θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» σε στίχους Γιώργου Σεφέρη, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» σε ποίηση Διονύσιου Σολωμού αλλά και διαχρονικά τραγούδια μεταξύ των οποίων τα «Χίλια μύρια κύματα», «Τα Λόγια και τα χρόνια», «Παραπονεμένα λόγια», «Λένγκω»,«Κάτω στης Μαργαρίτας το αλωνάκι», «Ο τόπος μας είναι κλειστός», «Μιλώ για τα παιδιά μου» κ.α., ερμηνευμένα από τις μεγαλύτερες φωνές του ελληνικού τραγουδιού, όπως ο Νίκος Ξυλούρης, ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις, η Βίκυ Μοσχολιού αλλά δημοφιλείς τραγουδιστές της νεώτερης γενιάς.
Ποιος ήταν ο Γιάννης Μαρκόπουλος
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες. Γεννήθηκε το 1939 στο Ηράκλειο Κρήτης. Πατέρας του ο Γεώργιος Μαρκόπουλος, πρώην νομάρχης Λασιθίου και μητέρα του η Ειρήνη Αεράκη από τη Σητεία.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Ιεράπετρα, στο ωδείο της οποίας πήρε τα πρώτα του μουσικά μαθήματα στη θεωρία και στο βιολί. Οι πρώτες του επιδράσεις προήλθαν από την τοπική μουσική με τους γρήγορους χορούς και τα επαναλαμβανόμενα μικρά μοτίβα τους, από τη κλασική μουσική, καθώς και από τη μουσική της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου, και ιδιαίτερα της κοντινής Αιγύπτου.
Το 1956 συνέχισε τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, με τον συνθέτη Γεώργιο Σκλάβο και τον καθηγητή του βιολιού Joseph Bustidui. Την ίδια εποχή εισήχθη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές ενώ παράλληλα συνέθετε για το θέατρο, τον κινηματογράφο και τον χορό.
Το 1963 βραβεύτηκε για την μουσική του στις Μικρές Αφροδίτες του Νίκου Κούνδουρου, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και τον ίδιο χρόνο ανέβηκαν από νέα χορευτικά σύνολα τα μουσικά του έργα Θησέας (χορόδραμα), Χιροσίμα (σουίτα μπαλέτου) και τα Τρία σκίτσα για χορό.
Απ’ τον Οκτώβριο του 1965 μέχρι τον Απρίλιο του 1984 έντυσε με μουσική όλα τα έργα τα οποία παρουσιάστηκαν απ’ το Κουκλοθέατρο Μπάρμπα Μυτούσης. Το Κουκλοθέατρο αυτό τερμάτισε οριστικά τη λειτουργία του στις 15 Απριλίου του 1984.
Το 1967 επιβλήθηκε στην Ελλάδα η δικτατορία και ο Γιάννης Μαρκόπουλος αναχώρησε για το Λονδίνο. Εκεί εμπλούτισε τις μουσικές του γνώσεις με την Αγγλίδα συνθέτρια Elisabeth Lutyens.
Παράλληλα ολοκλήρωσε τη μουσική τελετή Ιδού ο Νυμφίος, έργο που κρατά ανέκδοτο, εκτός ενός τμήματος, του περίφημου Ζάβαρα-κάτρα-νέμια, που αποτελεί ένα τα πιο διάσημα κομμάτια του. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τους συνθέτες Ιάννη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου και ήρθε σε επαφή με τα πλέον πρωτοποριακά μουσικά έργα. Στο Λονδίνο συνέθεσε ακόμα τους Χρησμούς, για συμφωνική ορχήστρα, και τους πρώτους Πυρρίχιους χορούς Α, Β, Γ, (από τους 24 που ολοκλήρωσε το 2001), οι οποίοι παίζονται, το 1968, από την ορχήστρα Concertante του Λονδίνου στο Queen Elizabeth Hall. Τότε έγραψε και τη μουσική για την Τρικυμία του Σαίξπηρ, που ανεβαίνει από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, σε σκηνοθεσία David Jones.
Το 1969 επέστρεψε στην Αθήνα για να συμβάλει με τα έργα του στην πορεία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, δημιουργώντας μια νέα κίνηση για την τέχνη και τη χρησιμότητά της και αναζητώντας την βαθύτερη ενότητα του ανθρώπου με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον.