Στίς ἡμέρες μας ἐνέσκηψε μία παγκόσμια λοιμώδης ἀσθένεια, ἡ ὁποία ἦταν πρωτοφανής. Χαρακτηρίστηκε ὡς «ἀόρατος ἐχθρός». Δοκιμάστηκαν οἱ ἀντοχές ὁλόκληρου τοῦ κόσμου.
Διαψεύσθηκαν τά ἐπιστημονικά καί τεχνολογικά ἐπιτεύγματα τῆς σύγχρονης ἀνθρωπότητας, μαζί τους καί οἱ προσδοκίες τῶν ἀνθρώπων.
Μέσα σέ λίγες μέρες κατέρρευσε ὁλόκληρο τό παγκόσμιο σύστημα διακυβέρνησης, ὑγείας, οἰκονομίας, τεχνολογίας καί ὅλοι μπήκαμε σέ μία ἄνευ προηγουμένου κοινωνική, ἐργασιακή, οἰκογενειακή ἀπομόνωση. Ὁ ἄνθρωπος ἦλθε σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τά ὅριά του. Τήν πραγματικότητα τῆς φθαρτότητάς του, τόν θάνατο. Ζητᾶ, ἀπέλπιδα, ἐλπίδα, στήριξη, παρηγοριά… διέξοδο ἀπό τήν ἀδιέξοδη πραγματικότητα.
Ἡ φωνή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἠχεῖ περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά δυνατά καί ἐπιβεβαιωτικά: «Ταλαίπωρος ἐγώ ὁ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ´,24).
Στήν ἀπρόσμενη αὐτή δίνη εἰσῆλθε καί ἡ Ἐκκλησία. Στήν ἀρχή τῆς πανδημίας, σέ μία κατά κύριο λόγο πνευματική περίοδο, στό τέλος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, λίγο πρίν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα, τήν πανήγυρι τῶν πανηγύρεων, τό Ἅγιο Πάσχα, εἰσῆλθε καί ἡ Ἐκκλησία, μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα κοινωνικά καί ἐπιχειρηματικά συστήματα, σέ πνευματικό lockdown, ἀπομόνωση. Οἱ Ναοί ἔκλεισαν, οἱ ἱερές ἀκολουθίες, οἱ Εὐχαριστιακές Συνάξεις, ἡ ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία τελοῦνταν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν. Οἱ πιστοί συμμετεῖχαν, παρακολουθώντας ἀπό τά σπίτια τους μέσῳ τῶν ἠλεκτρονικῶν συσκευῶν τους, διαδυκτιακά. Ἡ Ἐκκλησία, ἔκανε καί κάνει χρήση ὅλων τῶν μέσων πού διαθέτει γιά νά μεταδώσει τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Χριστοῦ στούς πιστούς γιά παρηγοριά, στήριξη, ἐλπίδα. Τό ἴδιο σκηνικό ἐπαναλαμβάνεται καί οἱ πιστοί, ἐξ᾽ἀνάγκης, μένουν καί πάλιν, τώρα τά Χριστούγεννα χωρίς τούς Ναούς τους καί τήν λειτουργική ζωή ὡς μέσο πνευματικῆς στήριξης καί βοήθειας.
Μέσα ἀπό αὐτή τήν ἀκούσια στέρηση δέχονται μία ἀπογοήτευση καί ἐσωτερική ἀνατροπή. Ἐκεῖ πού εἴχαμε συνηθίσει σ᾽ ἕνα τρόπο ἑορτασμοῦ μέσα στούς Ναούς μας, ἐνώπιον ὅλου τοῦ πνευματικοῦ καί μυσταγωγικοῦ σκηνικοῦ, τό ὁποῖο λειτουργοῦσε ὡς μέσο βίωσης τοῦ Μυστηρίου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τώρα καταρρέουν ὅλα καί κυρίως μᾶς στερεῖτε τό Μυστήριο τῆς ὑπέρβασης τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, τῆς Θείας Κοινωνίας.
Ἀπορία μεγάλη καί συγκλονιστική συνέχει ὅλους. Τί συμβαίνει πίσω ἀπό ὅλα αὐτά τά γεγονότα; Τί κρύβεται; Ἀνάπαυση μέσα στίς ψυχές τῶν πιστῶν δέν ὑπάρχει. Ἀρχίζει ἡ συνομωσιολογία. Οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας βρῆκαν ἀφορμή τήν πανδημία γιά νά κλείσουν τούς Ναούς καί νά πολεμήσουν τήν Θεία Κοινωνία. Οἱ προφητολογίες καί εἰκασίες βρίσκονται σέ ἔξαρση. Τά ἐρωτηματικά πολλά. Βασικότερο γιατί νά μᾶς κλείσουν τίς Ἐκκλησίες; Δέν κάναμε Πάσχα, τώρα δέν θά κάνουμε οὔτε Χριστούγεννα; Πῶς θά μείνουμε χωρίς Θεία Κοινωνία;
Δέν θά ἐπιχειρήσουμε ἐδῶ νά δώσουμε ἀπαντήσεις σέ ὅλα τά βασανιστικά ἐρωτήματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν καθ᾽ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἀπομόνωσης καί τῆς πνευματικῆς «στέρησης». Θά προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε τήν κρίση μέσα ἀπό τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί μέ καθαρά μέ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις.
Πρῶτον, εἶναι τεράστιο λάθος καί ἄδικο νά θεωροῦμε ὅτι ὅλο αὐτό ἔγινε γιά νά πολεμηθεῖ ἡ Ἐκκλησία καί νά κατηγορηθεῖ ἡ Θεία Κοινωνία. Τά μέτρα δέν ἀφοροῦν μόνο τήν Ἐκκλησία, ἀλλά εἶναι γενικά καί ὁλοκληρωτικά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι κάποιοι ἐκμεταλεύθηκαν, τήν ἀντίδραση καί τίς ἐνέργειες κάποιων ἐκκλησιαστικῶν προσώπων, καί ἐκδήλωσαν πρός τά ἔξω τά αἰσθήματά τους γιά τήν Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι κάτι τό ὁποῖο θά πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήσει. Δηλαδή σέ γενικές κρίσεις ποιά εἰκόνα βγάζουμε πρός τά ἔξω. Κατά διαστήματα ἀπουσιάζει ἀπό τούς πιστούς ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀγάπη, ἡ κατανόηση, ἡ ὑπομονή, τό «ἀνέχεσθε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ ἀγάπη». Περισσότερο ζητοῦμεν νά ἐπιβάλουμε τό δικό μας, τά ἐκκλησιαστικά δικαιώματά μας, παρά νά συμβάλουμε στήν ἀντιμετώπιση μίας κρίσης πού μᾶς ἀφορᾶ ὅλους. Πολύ ὀρθά λέχθηκε ὅτι δέν εἶναι ἡ πίστη πού κινδυνεύει, ἀλλά οἱ πιστοί.
Δεύτερον, πρέπει νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, πέρασε καί θά περάσει διαχρονικά μέσα ἀπό ποικίλες κρίσεις καί πνευματικές ἀπομονώσεις. Ἡ Ἐκκλησία βίωσε καί θά βιώσει τόν πνευματικό τάφο. Ἕνα τάφο πού μέσα ἔχει κατάπαυση, νέκρωση, σιωπή, φαινομενική ἀδράνεια, γιατί ὄχι καί τήν ἦττα (Ἀποκ. ιγ´,7,10 «…καί ἐδόθη αὐτῷ (τό θηρίον) πόλεμο ποιῆσαι μετά τῶν ἁγίων (πιστῶν) καί νικῆσαι αὐτούς…»). Ἐξάλλου καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καταδέχθηκε «καί τήν ἑκούσιον ταφή», γιά νά μᾶς δείξει ὅτι καί αὐτός εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς. Ὅμως στόν τάφο αὐτό δέν ὑπάρχει μηδενισμός, ἐξαφάνιση. Εἶναι «ἡ Ζωή ἐν τάφῳ». Ἡ ἀπομόνωση αὐτή, ἔστω καί ἀκούσια, ἔχει μέσα τήν προσδοκία τῆς Ἀνάστασης, διότι ὁ πιστός βιώνει τήν ὄντως Ζωή, τόν Ἀναστημένο Κύριο, ὅπου καί ἄν βρίσκεται, σέ ὅποια κατάσταση καί συνθῆκες τοῦ ἐπιβάλουν. Ἡ ἀφάνεια τῆς Φάτνης ἔφερε τήν προσδοκία τῆς ἐλπίδας καί ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου!
Στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου μᾶς φανερώνετε ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά ζήσει κατά περιόδους στήν ἔρημο: «…καί ἡ γυνή (δηλαδή ἡ Ἐκκλησία) ἔφυγεν εἰς τήν ἔρημον, ὅπου ἔχει ἐκεῖ τόπον ἠτοιμασμένον ἀπό τοῦ Θεοῦ» (Ἀποκ. ιβ´,6). Διευκρινιστικά νά ποῦμε ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης περιγράφει τά γεγονότα πού θά πραγματοποιηθοῦν ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μέχρι καί τήν Δευτέρα παρουσία Του (ἐσχατολογική περίοδος) μέσα ἀπό εἰκόνες, τίς ὁποῖες ἐμεῖς θά πρέπει σέ κάθε ἐποχή νά τίς προσεγγίσουμε πνευματικά, ἑρμηνευτικά καί ὄχι προφητολογικά. Ἐπίσης τά γεγονότα στά ὁποῖα ἀναφέρεται θά συμβοῦν ὄχι σέ μία μόνο ἐποχή, ἀλλά διαχρονικά μέσα στήν ὅλη ζωή καί πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, ὅταν γράφει ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά πάει καί θά ζήσει στήν ἔρημο, αὐτό δέν ἑρμηνεύεται στήν κυριολεξία. Ἐννοεῖ ὅτι θά ζήσει, ἀπό πνευματικῆς ἄποψης τίς συνθῆκες τῆς ἐρήμου, μέσα ὅμως στήν κοινωνία. Ποιές εἶναι οἱ συνθῆκες αὐτές; Ἡ ἔρημος ἔχει δίψα, στέρηση, κακουχίες, θλίψη, ἀπομόνωση, ἀναζήτηση, ὑπομονή, ἐλπίδα τῆς ἀνεύρεσης μίας ὄασης. Ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία θά διέλθει κατά περιόδους μέσα ἀπό τήν πνευματική μυστηριακή δίψα καί στέρηση, ὅπως συμβαίνει καί στήν περίοδο τῆς πανδημίας. Θά περάσει ἀγωνία, θλίψη, ἀπομόνωση κλπ… Ὅμως, «ἔχει ἐκεῖ τόπον ἠτοιμασμένον ἀπό τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή μέσα ἀπό τίς ἀντίξοες συνθῆκες βιώνει τήν κοινωνία, τήν σχέση μέ τόν Θεό «ἐν πνεύματι» καί δροσίζεται ἡ ψυχή τῶν πιστῶν. Ἀνεξαρτήτως τῶν συνθηκῶν πού βρίσκονται εἶναι ἐσωτερικά ἀναπαυμένοι καί εἰρηνικοί, διότι τρέφονται ἀπό τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιά νά σημειώσει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στό ἑπόμενο κεφάλαιο ὅτι «ὧδε ἐστιν ἡ ὑπομονή καί ἡ πίστη τῶν ἁγίων (τῶν πιστῶν)» ( Ἀποκ. ιγ´,10)
Τρίτον, ἀπό ἐκκλησιολογικῆς ἄποψης εἶναι λάθος νά λέμε ὅτι οἱ Ἐκκλησίες εἶναι ἄδειες, ὅταν ἐξανάγκης παραμένουν οἱ Ναοί κλειστοί καί δέν μποροῦμε νά συμμετάσχουμε στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖον ἔδωσε στήν ἀνθρωπότητα ὁ Θεός Πατέρας, ὡς τόν Υἱόν Του τόν μονογενή, πού εἶναι ἀληθινός Θεός «κεφαλήν πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ πάντα ἐν πᾶσι πληρωμένου» ( Ἐφεσ. α´,22-23). Δηλαδή ἡ σχέση τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό (Ἐκκλησία) εἶναι ὀργανική καί ὀντολογική (πραγματική). Ἡ μυστηριακή ἕνωση καί κοινωνία μαζί Του μᾶς γεμίζει μέ τήν θεότητά Του καί γινόμαστε τό πλήρωμά Του. Ἔτσι εἴμαστε «ἐρριζωμένοι καί ἐποικοδομούμενοι ἐν αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) καί βεβαιούμενοι ἐν τῇ πίστει», (Κολ. β´, 7) ἀνεξαρτήτως πού βρισκόμαστε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες ζοῦμε. Εἴμαστε μέ ἄλλα λόγια γεμάτοι ἀπό Ἐκκλησία διότι «ἡ ζωή ἡμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ» (Κολ. γ´,3). Ὁπότε μπορεῖ νά ἔχουμε ψυχές ἄδειες ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ποτέ δέν ἔχουμε ἄδεια Ἐκκλησία, διότι εἶναι πληρωμένη μέ τήν ἄκτιστη χάρη τῆς θεότητας τοῦ Θεανθρώπου. Ὅταν λειτουργούσαμε καί λειτουργοῦμε, ἐξ᾽ἀνάγκης, χωρίς τήν παρουσία τῶν πιστῶν δέν αἰσθανόμαστε τήν ἀπουσία τους. Νοερά, ἐν πνεύματι, εἴμαστε ἐν Χριστῷ σέ κοινωνία. Καί κάθε φορά πού εὐλογοῦμε, ἡ ἄκτιστη χάρη τοῦ Χριστοῦ, διαπερνᾶ τίς κλειστές πόρτες, θραύει τό κοσμικό σύστημα καί τά μέτρα ἀπομόνωσης καί φθάνει στίς καρδιές, ὅσων προσδοκοῦν μέ πόθο τήν κοινωνία αὐτή. Αὐτό εἶναι τό Μυστήριο τῆς Θεοκοινωνίας, τό ὁποῖο ὑπερβαίνει κάθε περιορισμό, πειρασμό, δυσκολία καί κρίση καί ἀναπαύει τίς ψυχές τῶν πιστῶν. Ἔτσι ξεπερνοῦμε τήν φθορά καί τόν θάνατο καί δίνουμε ἐλπίδα στόν κόσμο, πού ἀναζητεῖ νά πιαστεῖ ἀπό κάπου μέ σιγουριά, βεβαιότητα καί ἀσφάλεια. Θά πρέπει οἱ Χριστιανοί νά παύσουν νά εἶναι μεμψίμοιροι, μάγκες, νά συμπεριφέρονται ὡς ἄδειοι ἐσωτερικά μέ ἀνασφάλειες καί ταραχή καί νά γίνουν πιστοί. Ἡ λέξη «πληρότητα», πού ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στό πιό πάνω χωρίο, σημαίνει ὅτι οἱ πιστοί, ὡς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πλήρεις, γεμάτοι, δέν τούς λείπει τίποτα γιά νά διαμαρτύρονται ἤ νά ζητοῦν ἀπό τίς κοσμικές κρατικές καί ἄλλες ὑπηρεσίες ἤ κοσμικούς ἀνθρώπους ἀναγνώριση καί ἐπιβεβαίωση τῆς εὐσέβειάς τους. Ἡ εὐσέβεια εἶναι Μυστήριο καί βιώνεται μέ μυστικό ἐσωτερικό τρόπο, πού δέν φαίνεται, οὔτε ἀνακρίνεται καί κρίνεται ἀνθρωπίνως. Ἀπλῶς βεβαιώνεται καί προδίδεται πρός τά ἔξω ἀπό τά ἀποτελέσματά της, δηλαδή τήν ἐσωτερική κατάσταση, ποιότητα, ἁγιότητα τῶν πιστῶν. Πολλές φορές αἰσθάνομαι ὅτι συμπεριφερόμαστε ὡσάν ἡ Ἐκκλησία νά μήν ἔχει, μέσα στήν ἱστορία της, βιώσει κρίσεις καί στερήσεις ἤ τήν ἄθεη ἄγνοια τῶν κρατοῦντων.
Συμπερασματικά:
- Καθῆκον μας εἶναι νά ἐμπνευστοῦμε ἀπό τούς Ἁγίους τόν πόθο καί τόν τρόπο νά ἀντιμετωπίζουμε πνευματικά, τίς ὅποιες κρίσεις, καί νά τίς χρησιμοποιοῦμε γιά πνευματική καλλιέργεια καί ὠριμότητα. Ὁ κόσμος σ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις ζητᾶ ἐλπίδα, παρηγοριά καί φῶς. Οἱ πιστοί πρέπει νά εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου. Ὄχι μεμψίμοιροι, ἀλλά νά ἔχουν ἀρχοντιά, φιλότιμο, ἀγάπη καί κατανόηση πρός τούς ἄλλους.
- Οἱ Κυβερνήσεις καί οἱ ἐπιστήμονες δέν μποροῦν, οὔτε εἶναι ἡ δουλειά τους, νά σκέφτονται ἐκκλησιαστικά καί νά ἐπιβεβαιώνουν τήν Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀπαιτοῦμε ἀπό αὐτούς νά διακηρύξουν τήν σημασία τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας, ἤ τήν ἀξία τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Ὅσες φορές ἡ Ἐκκλησία βιάστηκε νά ἐκφέρει γνώμη γιά τήν σύγχρονη τεχνολογία, πού ἐξελίσσεται τόσο ραγδαῖα, τῆς ὁποίας χάσαμε τό μέτρο, διαψεύστηκε, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀκυρώνει τήν δύναμη τοῦ λόγου της (γιά παράδειγμα ἀναφέρω τό Bar Code, ἡλεκτρονικές ταυτότητες, βιομετρικά Διαβατήρια κλπ). Ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι πίσω ἀπό αὐτά καί ἄλλα πολλά, πού θά μᾶς παρουσιαστοῦν, κρύβονται ἀποκαλυπτικά γεγονότα, φρονῶ ὅτι στήν ἐποχή τοῦ Ἀντιχρíστου, ἡ σημερινή τεχνολογία δέν θά ἔχει καμία σχέση μέ τήν τότε, διότι θά εἶναι παρωχημένη. Συνεπῶς, δέν μποροῦμε νά βρισκόμαστε σέ μία συνεχή ἄρνηση καί ἀντιπαράθεση μέ τήν Πολιτεία καί τήν ἐπιστήμη.
- Οἱ ἱεροί Ναοί πρέπει νά παραμείνουν ἀνοικτοί μέ τήν λήψη τῶν ἐνδεικνυόμενων μέτρων, αὐτό εἶναι ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ. Τό νά προσέχουμε, τόσο τούς ἑαυτούς μας, ὅσο καί τούς ἄλλους εἶναι ὑπόθεση εὐθύνης, σύνεσης καί φρόνησης. Οἱ παλαιοί ἔλεγαν σοφά: «πρόσεχε γιά νά σέ προσέχει ὁ Θεός». Ποτέ δέν λέχθηκε ἀπό κανένα, οὔτε ἀπό τούς Ἁγίους, «μήν προσέχεις γιατί θά σέ προσέχει ὁ Θεός». Δέν ἐκπειράζουμε τόν Θεό γιά νά ἀποδείξουμε ὅτι εἴμαστε πιστοί. Εἴμαστε πιστοί διότι ζοῦμε τόν Θεό καί δέν χρειάζεται αὐτό νά τό ἀποδείξουμε, γιατί ἁπλῶς εἶναι πραγματικότητα. Τά βασικά δέ χαρακτηριστικά τῆς πίστης εἶναι ἡ διάκριση, ἡ σύνεση καί ἡ σοφία.
- Δέν εἶναι δυνατό νά γίνεται ἐκ μέρους μας σύγκριση τῶν πολυκαταστημάτων, ὑπεραγορῶν ἤ ἄλλων ἐπιχειρηματικῶν δραστηριοτήτων μέ τό κλείσιμο τῶν Ναῶν γιά τρεῖς βασικούς λόγους. Πρῶτον, ἡ διαβίωση τῶν ἀνθρώπων σήμερα ἐξαρτᾶται ἀπολύτως ἀπό αὐτά. Δέν εἶναι αὐτάρκεις σέ ὑλικά ἀγαθά καί θά ἐξυπηρετηθοῦν ἀπό τήν λειτουργία αὐτῶν τῶν καταστημάτων. Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἀπόλυτα βιομηχανοποιημένη καί ἐξαρτώμαστε ἀπό αὐτή. Δεύτερον, ἡ οἰκονομική κρίση, λόγῳ τῆς πανδημίας, ἔχει ὁδηγήσει σέ οἰκονομική στενότητα πολλούς ἀνθρώπους. Δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά στεκόμαστε ἀδιάφοροι ἔναντι τῆς δυσκολίας καί τοῦ πειρασμοῦ αὐτοῦ καί νά ὑπερτονίζουμε τίς πνευματικές ἀνάγκες. Τότε παρουσιάζουμε ἕνα ἰδιότυπο «μονοφυσιτισμό». Τρίτο, νομίζω ὅτι συγκρίνουμε τελείως ἀνόμοια πράγματα καί ὑποβιβάζουμε στό ἐπίπεδο τῶν κοσμικῶν ἀπαιτήσεων καί δικαιωμάτων, τίς πνευματικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν, δημιουργώντας παράλληλα καί συγκρουσιακές καταστάσεις ἐξαιτίας τῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων.
Εὔχομαι δύναμη πνευματική, ὑπομονή καί ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἄς μή ξεχνοῦμε ὅτι καί ἡ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου ἔγινε σέ ἀντίξοες καί ἀπάνθρωπες συνθῆκες, καί μέσα ἀπ᾽ αὐτές ἀνέτειλε τό Φῶς τῆς ἐλπίδας καί τῆς εἰρήνης.
Ευλογημένα Χριστούγεννα!!!
Επίσκοπος Καρπασίας Χριστοφόρος