Γ. Στενιώτης: Ο Ευαγόρας ήταν Γενναίος… Το λέγε η ψυχή του!

Facebook
Twitter
Email
Print

«Ο Ευαγόρας Παλληκαριδης , είχε αρετές σπάνιες , ψυχικές και σωματικές. Όσοι τον έζησαν από κοντά θα τον θυμούνται σε όλη τους την ζωή. Ιδιαίτερα εμείς που ζήσαμε μαζί του , στο βουνό, ζούμε καθημερινά με τις αναμνήσεις του. Τον βλέπουμε μπροστά μας κάθε μέρα. Και στον ύπνο μας , ακόμα έρχεται τακτικά , με εκείνη την λεβέντικη κορμοστασιά , το πηγαίο χιούμορ, τα πληθωρικά χαρίσματα. Φίλοι ,συναγωνιστές και ήρωες όπως ο Ευαγόρας Παλληκαριδης, ποτέ δεν ξεχνιούνται»

Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Γεώργιο Γαβριήλ Στενιωτη, τον συναγωνιστή και φίλο του Ευαγόρα Παλληκαριδη.

Έναν από τους λεβέντες της ΕΟΚΑ που είχαν την τύχη και τιμή να ζήσουν με τον τραγουδιστή της λευτεριάς, τον έφηβο ηρωομαρτυρα, τον αθεράπευτο λάτρη της λευτεριάς και τον αμετανόητο Έλληνα.

Κύριε Στενιωτη , πότε γνώρισες τον Ευαγόρα Παλληκαριδη και κάτω από ποιες συνθήκες;

Ήταν μήνας Αύγουστος του 1956. Εκείνο το βράδυ ήμουν σκοπός , λίγο έξω από το κρησφύγετο μας στην περιοχή «Προφερτζι», στο δάσος της Λυσου. Η νύκτα κυλούσε ήρεμα , όταν στις 2 τα ξημερώματα άκουσα το γνωστό σύνθημα, που ήταν το χτύπημα από δυο πέτρες. Ανταπέδωσα το σύνθημα και μπροστά μου είδα ένα όμορφο νέο παλληκάρι να με πλησιάζει κρατώντας ένα οπλοπολυβόλο τύπου «μπρεν». Ήταν ο Ευαγόρας Παλληκαριδης. Με καλησπέρισε ενώ πίσω του ήταν άλλοι πέντε αντάρτες. Ο Αντώνης Καλογήρου , ο Σάββας Παπαευσταθιου , ο Αντρέας Φιλιππίδης, ο Ευάγγελος Χριστοφή και ο Λοιζος Ζαχαρία. Ήταν όλοι τους πολύ κουρασμένοι από την μακρινή πορεία τους μέχρι το κρησφύγετο. Έτσι μόλις έφτασαν , κοιμήθηκαν όλοι , εκτός από τον Ευαγόρα , που ήρθε στην σκοπιά να μου κρα- τήσει συντροφιά. Αυτή ήταν η πρώτη μας γνωριμία. Με είδε εκείνο το βράδυ που ανησυχούσα από τους διάφορους θορύβους του δάσους και των άγριων ζωών και μου είπε κατά λέξη . «Μην φοβάσαι οι Άγγλοι είναι δειλοί ,τα βράδια και αυτοί θα φύγουν από την Κύπρο με τις πέτρες και όχι με τα όπλα». Μείναμε εκεί μέχρι που ξημέρωσε, κουβεντιάζοντας τους λόγους που με έκαναν να βγω στο βουνό.

Μόλις ξημέρωσε αρχίσαμε όλοι οι αντάρτες δουλειά.

Το σκάψιμο για ένα νέο κρησφύγετο. Είχαμε όμως μείνει από τρόφιμα και νερό . Ο Ευαγόρας , όμως φρόντισε για όλους μας. Βρήκε κάμποσους μαππουρους , έβγαλε από μέσα τον καρπό και έδωσε σε όλους μας να φάμε. Το απόγευμα ένας συναγωνιστής μας , μας έφερε σύκα από μια κοντινή με το κρησφύγετο μας συκιά .Το βράδυ από το κοντινό χωριό Λυσος , έφθασαν τα τρόφιμα. Ένα μικρό αγόρι , ηλικίας 5 ετών καβάλα στον γάιδαρο του , μας τα έφερε. Το ζώο του ήξερε πολύ καλά το μονοπάτι για να μας βρει. Έφθασε κοντά μας , χωρίς εμπόδια και λάθη.

Χωρισμός και ξαναντάμωμα.

Την ιδία νύχτα χωριστήκαμε σε δυο ομάδες. Η μια ομάδα κατευθύνθηκε προς τον Άγιο Γεώργιο Πεγειας και η άλλη προς το χωριό Κρητου Μαροττου. Χωρίσαμε τότε , από τον Ευαγόρα Παλληκαριδη . Μετά από διάφορες ενέργειες , δράση και ενέδρες , ξανασυναντηθήκαμε ένα βράδυ του Νοέμβρη στην καρδιά του Δάσους Πάφου , στο Σταυρό της Ψωκας που ήταν το κεντρικό λημέρι.

Όταν έφθασε η ομάδα μας στο λημέρι και ανταμωθήκαμε , φιληθήκαμε και ο Ευαγόρας μας ανακοίνωσε πως δεν υπήρχε τίποτα για φαγητό , εκτός από δυο πατάτες και ένα κομμάτι ψωμί ξερό γεμάτο με χώματα. Ο Ευαγόρας μας τηγάνισε τις πατάτες , μας έπλυνε το ψωμί και μας το πρόσφερε. Το πρωί κατεβήκαμε στον ποταμό κοντά στο λημέρι μας και βρήκαμε βατόμουρα , ανδρουκλια και βαλάνια. Το μεσημέρι ο Ευαγόρας βρέθηκε να κρατά ένα σακούλι με κουννες κουκιά ξερά και μια μαρμελάδα. Τα μαγείρεψε τα κουκιά , πρόσθεσε μέσα και την μαρμελάδα και μας τα πρόσφερε. Χαμογέλασε γιατί όλοι μας θα ήταν η πρώτη φορά που θα τρώγαμε κουκιά με μαρμελάδα .

Δεν είχαμε άλλη επιλογή.

Ποιες ήταν οι πρώτες σου εντυπώσεις όταν γνώρισες τον Παλληκαριδη;

Μου φάνηκε πολύ γενναίος. Είχε σιγουριά για τον εαυτό του. Το λέγε η ψυχή του …Τον φόβο δεν τον ήξερε. Σε κάθε μας νυχτερινή μετακίνηση ήταν πάντα μπροστά από oλους μας.

Αξέχαστα περιστατικά

Ποια περιστατικά που ζήσατε μαζί δεν θα τα ξεχάσεις πότε;

Πήγαμε να παραλάβουμε το Ταχυδρομείο που ερχόταν τρία με τέσσερα μίλια μακριά από το κρησφύγετο , έξω από τον Σταυρό της Ψωκας. Μαζί μου ήταν ο Ευαγόρας και ο Ανδρέας Φιλιππίδης. Στην επιστροφή μας ο Ευαγόρας ήθελε να πάμε από ένα άλλο μονοπάτι και όχι από αυτό που συνήθως χρησιμοποιούσαμε. Το μονοπάτι ήταν απόκρημνο και δύσβατο.

Αποφασισμένος ξεκίνησε μόνος. Εγώ με τον Αντρέα πήραμε το συνηθισμένο μονοπάτι. Όταν φτάσαμε στο λημέρι, με έκπληξη είδαμε τον Ευαγόρα , ανεβασμένο στην ανδρουκλια (το δέντρο που βρισκόταν έξω από το λημέρι), να γελά , βλέποντας μας να φθάνουμε κουρασμένοι. Στην ανδρουκλια αυτή , πολύ συχνά έβλεπα τον Ευαγόρα να κάθεται στους κλώνους και να γράφει πότε ποιήματα και πότε σημειώσεις στο σημειωματάριο του.

Τι θυμάσαι από τις τελευταίες μέρες που ζήσατε μαζί , προτού συλληφθεί;

Την προηγουμένη μέρα προτού συλληφθεί. Εκείνο το βράδυ μετά την προσευχή πέσαμε να κοιμηθούμε. Ο Παλληκαριδης κοιμόταν στην άκρια (είσοδο) του λημεριού, δίπλα εγώ και προς τα μέσα οι συναγωνιστές μας . Ενώ κουβεντιάζαμε , λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος , ο ομαδάρχης μας , μου ζήτησε να του πάρω λίγο νερό που ήταν στην άκρη του λημεριού. Γέμισα το κύπελλο με νερό για να το δώσω στον ομαδάρχη μας αλλά εκείνη την στιγμή , ο Ευαγόρας με πήρε από το πόδι και το νερό χύθηκε στα πρόσωπα όλων μας. Αρχισαν οι φωνές και τότε ο ομαδάρχης μας , με έστειλε να πάω να βγάλω σκοπιά. Δέχτηκα την τιμωρία χωρίς να αποκαλύψω ότι ο Ευαγόρας με πήρε από το πόδι. Πριν φθάσω στην βουνοκορφή που θα έβγαζα σκοπιά , με πρόλαβε ο Ευαγόρας . «Δεν πειράζει ρε Γιώργο, εγώ φταίω για όλα», μου είπε.

Καθίσαμε μαζί στην σκοπιά και κουβεντιάζαμε. Εκείνο το βράδυ (θυμάμαι σαν νάνε τούτη η στιγμή) , ο Ευαγόρας τραγούδησε το τραγούδι του Τ. Μαρουδα «Απόψε είναι για εμάς η νύχτα η τελευταία».

Όταν άρχισε να ξημερώνει ελέγξαμε με τα κιάλια την περιοχή και αφού δεν υπήρχε τίποτα το ύποπτο , κατεβήκαμε στις όχθες του ποταμού για να βρούμε βατόμουρα η ανδρουκλια να φάμε. Τα τρόφιμα είχαν τελειώσει και οι επιχειρήσεις του στρατού δεν έλεγαν να σταματήσουν. Στον ποταμό συναντήσαμε τον Αντρέα Λοντο και τον Ευάγγελο Χριστοφή που έρχονταν για να μας αντικαταστήσουν , ψάχνοντας κι αυτοί τις βατιες και τις ανδρουκλιες για να βρούνε να φάνε κάτι για πρωινό. Μόλις τους πλησιάσαμε ο Ευαγόρας άρχισε να αστειευει τον Βαγγέλη «Τι λες Βαγγέλη αν σε ρίξω μέσα σ στον βάτο θα καταφέρεις να βγεις; Κι ο Βαγγέλης που ήξερε τον Ευαγόρα «Άσε τ αστεία Ευαγόρα , γιατί δεν μπορώ να βγω» .Ο Βαγγέλης έτρεξε τότε , και απομακρύνθηκε από κοντά του. Αφού κάναμε την βόλτα μας στις όχθες του ποταμού , επιστρέψαμε στο λημέρι. Ο Ευαγόρας πήρε το σημειωματάριο του , ανέβηκε στην ανδρουκλια που βρισκόταν στην είσοδο του λημεριού και άρχισε να γράφει. Σε λίγα λεπτά , κατέβηκε από το δέντρο, μπήκε στο λημέρι, πήρε μια κτένα και ένα ψαλίδι, και με πλησίασε. «Κούρεψε με , μου είπε, γιατί η ώρα πλη- σιάζει που θα αναχωρήσουμε από την Λυσο. Πρόσεξε όμως, μου είπε γελώντας, μη μου κάνεις να φαίνεται καμία ψαλιδιά γιατί θα πάρω το ψαλίδι και θα γεμίσω το κεφάλι σου αυλακιές». Πήρα το ψαλίδι από το χέρι του και άρχισα να τον κουρεύω. Στο τέλος αφού κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι μονολόγησε. «Καλός είμαι». Αφού ξυρίστηκε , μπήκε στο λημέρι , πήρε καθαρά ρούχα τα οποία ο ίδιος έπλυνε πριν μερικές μέρες στο ποτάμι και κατέβηκε σ ένα σημείο του ποταμού που ήταν πιο βαθύ. Λούστηκε στα νερά του ποταμού , κι ας ήταν Δεκέμβριος μήνας (17/12/56). Όταν επέστρεψε έλαμπε από χαρά και καθαριότητα. Μας αποχαιρέτισε και έφυγε μαζί με άλλους δυο συναγωνιστές μας , τον Γεώργιο Ράφτη και τον Ευάγγελο Χριστοφή για το κοντινό χωριό Λυσος απ όπου θα παραλάμβαναν τρόφιμα , κουβέρτες και οπλοπολυβόλο «μπρεν» για να τα μεταφέρουν στο λημέρι μας. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Ευαγόρα.

Τι είχε συμβεί ακριβώς.

Για να πάει η ομάδα του Ευαγόρα από το λημέρι στην Λυσο , έπρεπε να περάσει από δυο καίρια σημεία. Το πρώτο ήταν ο Άγιος Μερκούρης όπου συνήθως υπήρχε κίνηση. Ο ομαδάρχης μας , εκτός από την καθημερινή σκοπιά έστειλε εκείνη την μέρα φρουρούς σ αυτά τα σημεία. Την επόμενη μέρα το πρωί 18/12/56 ενώ περιμέναμε με αγωνία τους αντάρτες , κατέφθασαν δυο φρουροί μας και μας είπαν ότι οι συναγωνιστές μας και τα ζώα δεν έφθασαν τις πρωινές ώρες στο σημείο που είχαν συμφωνήσει για να μετακινηθούν κατόπιν προς το λημέρι . Φανερά ταραγμένοι και ανήσυχοι οι φρουροί μας , ανέφεραν ότι από τον δρόμο κοντά στο Άγιο Μερκούρη πέρασαν δυο στρατιωτικά αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες. Όλη την μέρα περιμέναμε φρουρώντας της περιοχή. Και την άλλη μέρα 19 Δεκεμβρίου στείλαμε ένα αντάρτη , τον Σάββα Χριστοφή , στο χωριό Λυσος για να μάθει τι έγινε. Όταν επέστρεψε ο Σάββας , μας είπε τα άσχημα νέα. Μας πληροφόρησε ότι ο Ευαγόρας συνελήφθη αλλά τίποτα δεν κατάφερε να μάθει για την τύχη των άλλων δυο συναγωνιστών μας. Την ίδια ώρα ακούσαμε από το ραδιοφωνάκι μας ότι ο επικηρυγμένος αντί 5000 λιρών Ευαγόρας Παλληκαριδης συνελήφθη.

Τα σημειωματάρια που ο Ευαγόρας άφησε στο λημέρι περιείχαν 800 ποιήματα και άλλες σημειώσεις. Τα φυλάξαμε σε σίγουρο και ασφαλές μέρος και με την πρώτη ευκαιρία τα παραδώσαμε στον πατέρα του.

Επίσης κάτι άλλο που θέλω να αναφέρω είναι το εξής.

Την μέρα που ο Ευαγόρας ξεκίνησε από το λημέρι για την Λυσο , την μέρα που συνεληφθηκε , φόρεσε το δικό μου σακάκι και το δικό του έμεινε στο λημέρι. Μέσα στην τσέπη του είχε μια εικονιτσα του Χριστού και την Καινή Διαθήκη. Πίσω από την εικονιτσα ο Ευαγόρας έγραψε.

«Ο Σωτήρ του κόσμου ας είναι οδηγός και εμπνευστής εις τους αγώνας και τη ζωή μας 1/6/1956». Μέσα στην Καινή Διαθήκη στο πρώτο φύλλο του βιβλίου ο Ευαγόρας έγραψε. «Το Ευαγγέλιο εγράφη στη γλώσσα μας και σε μας ο Θεός ανέθεσε να το μεταδώσουμε σ όλο τον κοσμο.

Είναι τιμή σου αν το κρατάς φυλακτό και το μελετάς καθημερινα.6/6/1956»

Όταν πληροφορηθήκαμε από το ραδιόφωνο ότι επιβληθεί στον Ευαγόρα η ποινή του θανάτου, προσευχόμαστε κάθε βράδυ , να γίνει κάτι και ο Ευαγόρας να ζήσει.

Το πρωί της 14ης Μαρτίου πληροφορηθήκαμε και πάλι από το ραδιόφωνο ότι ο Ευαγόρας απαγχονίστηκε το βράδυ της 13ης Μαρτίου . Φορέσαμε τα μαύρα περιβραχιόνια και κλάψαμε στο λημέρι τον Ήρωα – μαθητή που ήταν προικισμένος με τόσες αρετές!!!