Το θέμα της διαφθοράς απασχολεί και επηρεάζει τα τελευταία χρόνια τον κυπριακό λαό. Γιατί τελικά δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε τη διαφθορά; Έχει να κάνει με το πώς διαμορφώθηκε το κυπριακό κράτος, θέμα κουλτούρας, θεσμών ή τι; Είναι συνδυασμός πολλών παραμέτρων. Δεν οφείλεται, για παράδειγμα, μόνο στην έλλειψη κουλτούρας – μπορεί κι αυτό. Υπάρχει μια αντίληψη στη χώρα μας πως ό,τι έχει σχέση με το δημόσιο χρήμα δεν αξίζει προστασίας. Αυτή είναι μια νοοτροπία. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να πούμε ότι αυτή είναι μέσα στο DNA του Κύπριου, όμως η αντίληψη υπάρχει διάχυτη σε πολλά και διαφορετικά στρώματα της κοινωνίας και την αντιμετωπίζουμε καθημερινά.
Όταν ο δημόσιος λειτουργός ξέρει ότι δεν θα τιμωρηθεί, έχει κάνει αδίκημα και παραμένει στην υπηρεσία του, δημιουργείτε μια κατάσταση που διαιωνίζει τον «ωχαδελφισμό». Το θέμα της καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης είναι ακόμη ένα θέμα. Όταν υπάρχουν αδικήματα που έχουν και δέκα χρόνια αναμονή για να εκδικαστούν, ήταν φυσικό να διαχέεται γενικότερα η άποψη ότι η ατιμωρησία είναι «νόμος». Υπάρχουν και θέματα που έχουν σχέση με τη δομή του Δημοσίου. Δεν υπάρχει σωστή αξιολόγηση των υπαλλήλων. Όταν όλοι οι υπάλληλοι γνωρίζουν ότι με την πάροδο του χρόνου θα λάβουν τις αυξήσεις που δικαιούνται, είναι φυσικό αυτός που είναι καλύτερος στην εργασία του, που ξεχώριζε, ταυτόχρονα να ξέρει ότι αυτό δεν του καλυτερεύει σε τίποτα την εργασιακή του θέση. Λείπουν δηλαδή τα κίνητρα, η αξιολόγηση, η αξιοκρατία.
Όπως ξέρουμε και όπως διαπιστώνουμε, η διαφθορά συνδέεται άμεσα με το πολιτικό σύστημα. Πρέπει να γίνουν «διορθώσεις», συνταγματικές ή άλλες, ώστε το πολιτικό σύστημα να εξυγειανθή και να δώσει το καλό παράδειγμα. Ο νόμος «περί ευθύνης υπουργών» πρέπει να αλλάξει. Κυρίως προς την κατεύθυνση να μη γίνονται τόσο σύντομα οι παραγραφές, να μη γίνονται οι ανακρίσεις από τους ίδιους τους βουλευτές, αλλά από δικαστές. Για να μη φτάνουμε σε αυτές τις περίφημες Εξεταστικές Επιτροπές που συνήθως δεν καταλήγουν πουθενά. Φυσικά αυτά απαιτούν συνταγματική αναθεώρηση. Υπάρχει το άρθρο για το ακαταδίωκτο των βουλευτών, θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Το άρθρο αυτό θεσπίστηκε για να είναι ελεύθερος ο βουλευτής να μιλάει, να μη φοβάται κάποιες κακόβουλες διώξεις όταν εκφέρει τις ιδέες του, αλλά όχι και να μη διώκεται π.χ. όταν προκαλεί ένα ατύχημα. Γιατί τότε και ο πολίτης λαμβάνει ένα μήνυμα, αν ξέρει ότι και ο βουλευτής θα τιμωρείται για μια αξιόποινη πράξη, και έτσι θα αποκαθίστατο και η εμπιστοσύνη του στο νόμο και τη δικαιοσύνη. Άλλο θέμα είναι το «πόθεν έσχες» των βουλευτών. Όμως κι εδώ υπάρχει ένα θέμα, καθώς οι ίδιοι οι βουλευτές ελέγχουν τα οικονομικά του οίκου τους. Υπάρχει και εκεί ζήτημα εμπιστοσύνης, μάλλον θα πρέπει να ελέγχεται από ένα ανεξάρτητο σώμα, με συμμετοχή δικαστών, όπου οι βουλευτές δεν θα είναι πλειοψηφία. Για να μη μένει η εντύπωση στον κόσμο ότι ελέγχων και ελεγχόμενος είναι το ίδιο πρόσωπο.
Είναι ώριμο σήμερα το κλίμα για να περάσουμε σε αυτές τις αλλαγές; Είναι θέμα πολιτικό και πολιτικών συγκερασμών. Στη συνείδηση του κόσμου έχουν ήδη ωριμάσει. Είναι καλό και για την ίδια την πολιτική να εξυγιανθεί, για να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη του λαού στην πολιτική και τους πολιτικούς.