«Η Μνήμη και η Πόλις. 40+1 Δημόσιες Ιστορίες» το νέο βιβλίο του ιστορικού Χ. Αθανασιάδη

Facebook
Twitter
Email
Print

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Έχει εργαστεί επίσης στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (2005-21) και στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (2002-04). Το 2001 ήταν επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και το 2009 επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Παράλληλα, από το 2017 και εξής, διευθύνει το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο επικεντρώνονται στη Δημόσια Ιστορία, την Ιστορία της Εκπαίδευσης και την Ιστορία του Εργατικού Κινήματος.

«Η μνήμη και η πόλις». Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο για το βιβλίο σας;

Η «μνήμη» είναι η συλλογική μας μνήμη, αυτή που μοιραζόμαστε όλοι και όλες επειδή περάσαμε από τα ίδια μαθητικά θρανία, επειδή περπατήσαμε στους ίδιους πραγματικούς και πνευματικούς δρόμους. Στην πραγματικότητα βέβαια κάθε μνήμη είναι συλλογική, ακόμη και όσες θεωρούμε προσωπικές μας αναμνήσεις. Διότι τέμνονται πολλαπλά με τις μνήμες κάποιας μερίδας της γενιάς μας, η έκταση της οποίας ορίζεται από τις κοινωνικές συνθήκες που τη συγκροτούν και από τις αξίες που τη διαποτίζουν. Άλλωστε όλοι μας τείνουμε να υπερφωτίζουμε όσες στιγμές μοιραζόμαστε με άλλους. Για παράδειγμα όσοι είμαστε περί τα εξήντα μπορούμε εύκολα να θυμηθούμε πού και με ποιους ήμασταν, ακόμα και τα συναισθήματα που νιώσαμε, όταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές το 1981 ή όταν πήραμε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στο μπάσκετ το 1987.

Χρειάζεται βέβαια να ξεκαθαρίσουμε πως η συλλογική μνήμη δεν είναι ποτέ μία και ενιαία. Είναι δυο και τρεις μνημονικές γραμμές που συχνά ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποια θα γίνει κυρίαρχη. Το πλαίσιο εντός του οποίου ανταγωνίζονται είναι η «πόλις», δηλαδή η κοινότητα των πολιτών που διαλέγονται, συμφωνούν, διαφωνούν, αντιπαρατίθενται και ενίοτε συγκρούονται. Δεν θυμόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο το Έπος του Σαράντα, τον Εμφύλιο ή το Πολυτεχνείο. Ο τρόπος που τα θυμόμαστε ορίζει την πολιτική μας ταυτότητα. Αλλά και αντίστροφα, η πολιτική μας ταυτότητα ορίζει τον τρόπο που επιλέγουμε να τα θυμόμαστε. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και όταν συγκρουόμαστε, είμαστε αναγκασμένοι να πορευόμαστε μαζί, άρα έχουμε ανάγκη κάποιους κοινούς τόπους. Η «πόλις», λοιπόν, είναι πεδίο μάχης, αλλά ταυτόχρονα είναι ο κοινός μας τόπος, ο κοινός μας δεσμός.

Το βιβλίο σας περιέχει 41 κείμενα που το καθένα έχει διαφορετικό θέμα. Υπάρχει κάτι που τα ενώνει; Κάποιος κοινός παρονομαστής;

Όλα τα κείμενα ξεκινάνε από κάποιο γεγονός του παρόντος, μία αντιμαχία στη Βουλή, μία εθνική επέτειο, μία απεργία, ένα οδωνύμιο κ.λπ. και ύστερα πάνε πίσω και ανασύρουν ομόλογα φαινόμενα, προκειμένου να στοχαστούν τα τωρινά έχοντάς τα ενθέσει στη μεγάλη χρονική εικόνα ή να διακρίνουν την ηχώ των περασμένων στο συγκαιρινό ή να ανασυγκροτήσουν μια γενεαλογία μνήμης. Σε κάθε περίπτωση επιδιώκουν να στήσουν μία συνομιλία ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, διότι αυτό ακριβώς είναι η ιστορία και πολύ περισσότερο η δημόσια ιστορία: Οι τρόποι με τους οποίους το παρελθόν εισβάλλει στο παρόν και οι τρόποι με τους οποίους το παρόν συνομιλεί με το παρελθόν.

Άρα δεν ήταν μία αφορμή που σας ώθησε να γράψετε το βιβλίο, αλλά πολλές. Πώς ακριβώς έγινε;

Όλα ξεκίνησαν πρόπερσι από μια συζήτηση με τους φοιτητές μου στη «Δημόσια Ιστορία», ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Σχολιάζαμε τις διάφορες ανυπόληπτες ιστορικές αφηγήσεις που κατακλύζουν το διαδίκτυο, διάφορες απίθανες θεωρίες συνωμοσίας που εκπορεύονται συνήθως από την Άκρα Δεξιά. Τους παρότρυνα, λοιπόν, να παρεμβαίνουν στη δημόσια σφαίρα με όποιο τρόπο διαθέτει ή μπορεί να επινοήσει ο καθένας, ώστε η έγκυρη ιστορική γνώση να πάρει το προβάδισμα. Οι ιστορικοί έχουμε κοινωνική ευθύνη. Χρειάζεται όμως οι παρεμβάσεις μας να είναι εύληπτες και ελκυστικές, διότι οι πολίτες έχουν χίλιες δυο έγνοιες, δεν είναι σε θέση να αναμετριούνται με μακροσκελείς, βαρετές και σκοτεινές αναλύσεις. Για να αποδείξω πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό δέχθηκα την πρόταση από την εφημερίδα Documento να κρατήσω μια στήλη με τον γενικό τίτλο «Δημόσιος Λόγος». Πράγματι για έναν ολόκληρο χρόνο έστελνα κάθε εβδομάδα στον αρχισυντάκτη ένα κείμενο 700 περίπου λέξεων. Ομολογώ πως πιέστηκα, ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο είχα φανταστεί. Πάντως το στοίχημα νομίζω κερδήθηκε: Σαράντα ένα από αυτά τα κείμενα, όσα έκρινα πως λειτουργούν και έξω από τη συγκυρία στην οποία γράφτηκαν, συγκεντρώθηκαν σε αυτό εδώ το βιβλίο.

Αναφερθήκατε στον όρο «Δημόσια Ιστορία». Έτσι χαρακτηρίζετε και τα κείμενα του βιβλίου, «δημόσιες ιστορίες». Τι είναι η Δημόσια Ιστορία και ποια είναι η διαφορά της από την Ιστορία που όλοι γνωρίζουμε;

Η Ιστορία προσπαθεί να ανασυνθέσει το παρελθόν. Να μας πει τι πράγματι έγινε, πώς έγινε και γιατί έγινε. Η Δημόσια Ιστορία έχει ως αντικείμενό της αυτό που οι περισσότεροι πολίτες πιστεύουν για το εθνικό και κοινωνικό τους παρελθόν. Δηλαδή τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις, τις προσλήψεις και τις χρήσεις του παρελθόντος. Τις περιγράφει, τις αναλύει και προσπαθεί να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους έγιναν ηγεμονικές και τους τρόπους με τους οποίους έγιναν ηγεμονικές. Η Δημόσια Ιστορία δηλαδή είναι μια ανατομία της ιστορικής μας κουλτούρας. Όμως δεν ανατέμνει την ιστορική κουλτούρα απλώς για να την κατανοήσει, αλλά για να την επηρεάσει, να την αναδιαμορφώσει, ώστε να είναι περισσότερο συμβατή με τα πορίσματα των ιστορικών σπουδών. Κι αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Με ψηφιακές αναπαραστάσεις, με ιστορικούς περιπάτους, ιστορικά ντοκιμαντέρ, εκπαιδευτικά πρότζεκτ και ασφαλώς με βιβλία υψηλής εκλαΐκευσης, κατάλληλα για το ευρύ κοινό, όπως θέλω να πιστεύω πως είναι το δικό μου.

Άρα αυτό είναι ένα βιβλίο εφαρμοσμένης Δημόσιας Ιστορίας. Έχετε γράψει ή σκοπεύετε να γράψετε κάποιο βιβλίο Δημόσιας Ιστορίας ως ανάλυση της ιστορικής κουλτούρας;

Έχω ήδη γράψει «Τα αποσυρθέντα βιβλία», μια μελέτη που με αφορμή τις δημόσιες διαμάχες που ξεσπούν κατά καιρούς για τη σχολική ιστορία, παρακολουθεί τις διακυμάνσεις της ιστορικής μας κουλτούρας από τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», επανεκδόθηκε άλλες δυο φορές, το 2016 και το 2018, ενώ το 2022 διανεμήθηκε από την εφημερίδα «Τα Νέα» σε ειδική έκδοση υπό τον τίτλο «Τα αιρετικά εγχειρίδια της Ιστορίας». Τώρα δουλεύω πάνω στο Πολυτεχνείο με αφορμή τα πενήντα χρόνια από την εξέγερση των φοιτητών ενάντια στη Χούντα τον Νοέμβριο του 1973. Δεν με ενδιαφέρει όμως το ίδιο το γεγονός, αλλά οι ποικίλες αναγνώσεις και χρήσεις του στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, από το 1974 έως σήμερα. Το Πολυτεχνείο ως καταστατικός μύθος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας παραμένει ένα πεδίο μάχης. Τότε πραγματικής, σήμερα συμβολικής. Αυτή η μελέτη ελπίζω να δει το φως της δημοσιότητας εντός του 2024. Στο βιβλίο όμως για το οποίο συζητάμε σήμερα υπάρχουν δύο κείμενα που μετέχουν στη διαμάχη για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου και για τον ρόλο του στην πτώση της Δικτατορίας, μια παλιά διαμάχη που ζωντάνεψε ξανά στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.

Skip to toolbar