Στο Ανώτατο, υπό την αρμοδιότητά του ως Εκλογοδικείο, και αφού περατωθούν οι εκλογές, παραπέμπει το ΑΚΕΛ το Διοικητικό Δικαστήριο σε σχέση με προσφυγή κατά της απόφασης του Υπουργείου Εσωτερικών για το όνομα που θα αναγραφεί στο ψηφοδέλτιο για τις βουλευτικές εκλογές, βρίσκοντας ότι το ίδιο δεν έχει δικαιοδοσία πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Βρίσκω, αναφέρει μεταξύ άλλων ο Δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Γ. Σεραφείμ στην απόφασή του η οποία εκδόθηκε την Τετάρτη, «ότι, η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή πράξη του Εφόρου, ήτοι η επιστολή του ημερομηνίας 6.5.2021 προς τον αιτητή, με την οποία η πλευρά των αιτητών διατείνεται περιγραφικά ότι, ο Έφορος δεν επιτρέπει και/ή αρνείται στον Αιτητή αρ. 1 να κατέλθει στις Βουλευτικές Εκλογές του 2021 ως συνδυασμός ενός κόμματος με το όνομα «ΑΚΕΛ-ΑΡΙΣΤΕΡΑ-ΝΕΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ» ή/και επιβάλλει όπως το όνομα του συνδυασμού ενός κόμματο, που θα υποβληθεί στους Εφόρους Εκλογής για σκοπούς εκλογικών διαδικασιών, δεν μπορεί να διαφέρει από το όνομα του αντίστοιχου μητρώου, που αναγράφεται στο Μητρώο Πολιτικών Κομμάτων, της οποίας πράξης, με την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, επιζητείται πρωτίστως ή κυρίως η αναστολή, δεν εντάσσεται στις περιπτώσεις για τις οποίες το Διοικητικό Δικαστήριο, ασκώντας την εξουσία του δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, υπέχει δικαιοδοσίας».
Και αυτό, προσθέτει, «διότι, ακόμη και στην καλύτερη των περιπτώσεων για τους αιτητές που η επίδικη πράξη ήθελε ταξινομηθεί ως πράξη ευθέως παράγουσα συγκεκριμένη (εκτελεστή) ρύθμιση, ήτοι ρύθμιση άνευ ανάγκης μεσολάβησης περαιτέρω πράξεων ή ενεργειών, τότε σαφώς αποτελεί πράξη που αφορά στην εκλογική διαδικασία των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών και είναι στενά συνυφασμένη μ` αυτή (υποβολή υποψηφιοτήτων εν συνδυασμώ ενός κόμματος υπό συγκεκριμένο όνομα, εν την εννοία του άρθρου 22 του Νόμου) και εδράζεται σε ερμηνεία του (εκλογικού) Νόμου και την οποία, σε τέτοια περίπτωση, πρόδηλα διέπουν οι πρόνοιες του άρθρου 21 του Νόμου και, κατ΄επέκταση, οι πρόνοιες των άρθρων 57 και 58 του Νόμου, καθώς και των επιταγών των άρθρων 85 και 145 του Συντάγματος».
Συνεπώς, σημειώνει, «η επίδικη απόφαση δεν δύναται να προσβληθεί με προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, αλλά δύναται αποκλειστικά να αμφισβητηθεί, δεδομένου και εφ`όσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 21, 22, 57 και 58 του Νόμου, ενώπιον του Εκλογοδικείου (κατόπιν, βεβαίως, σχετικής εκλογικής αιτήσεως και περάτωσης των εκλογών, αυτό κατ` επιλογήν του συντακτικού αλλά και του απλού νομοθέτη, βλ. ανωτέρω παρατιθεμένη νομολογία), ήτοι ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο ασκεί και την εν λόγω αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου».
Εν πάση περιπτώσει, αναφέρει, «συνεχίζοντας στα ανωτέρω, βρίσκω, έχοντας υπόψη και το σαφές περιεχόμενο των ανταλλαχθεισών επιστολών μεταξύ των τώρα διαδίκων, ότι, η επίδικη επιστολή του Εφόρου ημερομηνίας 6.5.2021 προς τον αιτητή όντως στερείται εκτελεστότητας, υπό την έννοια ότι, αποτελεί, κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία σύνταξης, αποστολής και παραλαβής της (6.5.2021) απλά αμιγή εκδήλωση της (έστω βέβαιης ή δεδομένης) πρόθεσης του Εφόρου και όχι τελικής απόφασης-βούλησης του σε σχέση με την αποδοχή ή απόρριψη υποβολής υποψηφιοτήτων για τον αιτητή 1 εν συνδυασμώ με συγκεκριμένο όνομα για τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, απόφαση η οποία λαμβάνεται, όταν, κατά την καθορισθείσα ημερομηνία, μεσολαβήσει η υποβολή των σχετικών και συγκεκριμένων πλέον υποψηφιοτήτων, στα πλαίσια των άρθρων 21 και 22 του Νόμου και είναι η ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με το λεκτικό των προαναφερόμενων άρθρων, ενεργοποιείται και η αρμοδιότητα του Γενικού Εφόρου Εκλογών για λήψη απόφασης επί της αποδοχής ή μη των τότε υποβληθέντων υποψηφιοτήτων».
Υπενθυμίζεται ότι, «πράξη που απλά πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη».
«Ενόψει των ανωτέρω καταλήξεων του Δικαστηρίου, οι οποίες καθιστούν, σε κάθε περίπτωση, την άνω προσφυγή μη παραδεκτή, δεν υπάρχει ούτε η δικαιοδοτική δυνατότητα ή αρμοδιότητα εξέτασης από το Δικαστήριο της ουσίας της υπό εξέταση αιτήσεως, η οποία στοχεύει πρωτίστως στην αναστολή της επίδικης απόφασης και, με αυτό τον τρόπο, κατά πάγια νομολογία επί του θέματος, στοχεύει σε έκδοση διαταγμάτων παρακολουθητικού και μόνο χαρακτήρα και μόνο σε συνάρτηση με (παραδεκτή) προσφυγή, με την οποία προσβάλλεται η επίδικη πράξη», καταλήγει η απόφαση