Από νεαρής ηλικίας μού άρεσε η ρήση του αρχαίου Έλληνα κωμικού ποιητή Μενάνδρου, του 4ον αιώνα π.Χ. :«Χάριν λαβών μέμνησο και δους επιλαθού».
Αν δεχτείς μια χάρη, να τη θυμάσαι, και αν δώσεις, ξέχασέ την.
Απόψε που γράφω αυτό το κείμενο θυμάμαι μια μεγάλη προσφορά-χάρη που μου έκανε μια οικογένεια στην Αθήνα, στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς μας. Πριν από ένα χρόνο, στις 24 Νοεμβρίου 2019, έφυγε για την άλλη ζωή σε ηλικία 79 χρονών μια κυρία που για μένα ήταν μια μεγάλη αδελφή, ένας άγγελος αληθινός, ένας άνθρωπος της προσφοράς και της αγάπης. Η Ρένα Παπαδοπούλου-Χατζοπούλου, καθηγήτρια Γαλλικών και γυμνασιάρχης.
Σήμερα της κάναμε το μνημόσυνό της. Προσευχηθήκαμε για την ψυχή της. Ξέρω ότι ησύχασε από πολλά βάσανα που την ταλαιπώρησαν. Μια γυναίκα που όλα στη ζωή της της ήρθαν πολύ βολικά, υπέφερε πολύ τα τελευταία χρόνια με την υγεία της. Αυτό το έλεγε ως εμπειρία ζωής, ότι δηλαδή όλοι στη ζωή πρέπει να δοκιμαστούμε, άλλος πιο πριν και άλλος πιο ύστερα.
Ας πάμε πίσω στο 1974. Πρόσφυγες οι δικοί μου στη Λευκωσία και εγώ φοιτήτρια στην Αθήνα. Ο πατέρας μου περήφανος, όπως και πολλοί άλλοι πρόσφυγες, δεν πήγαινε να πάρει πράγματα από τη Μέριμνα. Ντρεπόταν. Το θεωρούσε τόσο εξευτελιστικό, άνθρωποι νοικοκυραίοι να καταντούν σε αυτή τη θέση του επαίτη, όπως έλεγε.
Μια καλή μας φίλη, βρήκε ένα ωραίο σακάκι και του το έφερε. Δεν του έκανε, αλλά στην τσέπη του σακακιού βρήκε μια κάρτα η οποία έγραφε:
Γεώργιος Χατζόπουλος
Τμηματάρχης ΟΤΕ
Πεστών 8
Κυψέλη
Αθήνα
Και πιο κάτω ένα υστερόγραφο:
Γράψτε μας περισσότερες ανάγκες σας.
Ο πατέρας μου, μόλις διάβασε τη διεύθυνση και είδε ότι έμεναν στην Κυψέλη, αποφάσισε να του γράψει. Λίγο πιο πάνω, στην οδό Κερκύρας 120, είχαμε έναν ενοικιαστή, τον καθηγητή Φυσικής Παναγιώτη Ζαζάνη, ο οποίος εργάστηκε στο Λευκόνοικο και στην Αμμόχωστο, και φιλοξένησε τον πατέρα μου στην Αθήνα. Έτσι, έγραψε στον κ. Χατζόπουλο και τον ευχαρίστησε για την προθυμία του να βοηθήσει, αλλά του ανέφερε ότι δεν είχαν ανάγκες, όμως, η κόρη του σπουδάζει στην Αθήνα και θα ήθελε να τη γνωρίσουν. Έτσι, τους τηλεφώνησα και γνωριστήκαμε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1974. Αμέσως, δεθήκαμε. Τα δυο κοριτσάκια τους δεν ξεκολλούσαν από κοντά μου. Ένιωσα ότι βρήκα ένα σπιτικό. Ο πατέρας μου έφυγε στις 12 Μαρτίου του 1975. Λες και πριν φύγει, φρόντισε για το ευ ζην μου.
Με κάλεσαν στο σπίτι τους τα Χριστούγεννα. Αντί στο αντίσκηνο που έκαναν οι πιο πολλοί πρόσφυγές μας τα Χριστούγεννα, εγώ μαζί τους πέρασα υπέροχα. Με τον καιρό γίναμε οικογένεια. Και γι’ αυτό τους ευγνωμονώ. Μαζί τους σαν να ξεχνούσα όλα τα βάσανα της προσφυγιάς. Μαζί τους ζούσα ζωή παραμυθένια, άνετη, όπως ήμουν μαθημένη.
Η καλή μου φίλη Ρένα έστειλε και πολλά προικιά στη μητέρα μου ταχυδρομικώς. Για πολλά χρόνια είχαμε τα σεντόνια της και τις πετσέτες της. Η μητέρα μου συνέχεια της έβαζε ευχές για το καλό που είδαμε από αυτούς τους ανθρώπους. Από το 1974 μέχρι το 2019 που πέθανε η καλή μου φίλη Ρένα,(ο σύζυγός της, με καταγωγή από την Πόλη, πέθανε ένα χρόνο πριν), ήταν η οικογένειά μου, το αποκούμπι μου, οι πιο αγαπημένοι μου άνθρωποι για τους οποίους νιώθω τόση μεγάλη αγάπη και ευγνωμοσύνη. Ήταν η οικογένειά μου στην Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια με σύστηναν ως τη μεγάλη τους κόρη. Είμαι τόσο περήφανη γι’ αυτούς τους ανθρώπους από τους οποίους πήρα τόσα πολλά. Σήμερα οικογένειά μου είναι οι δυο της κόρες.
Όμως, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι άνοιξαν το σπίτι τους και την καρδιά τους και με έβαλαν μέσα. Και αυτοί πρόσφυγες από τη Μικρασία και την Πόλη ήταν. Ο πατέρας της μ. Ρένας ήταν από το Κουσάνταση, τη Νέα Έφεσο, απέναντι από τη Σάμο. Ο πατέρας του χάθηκε, και αυτός δεκαπέντε χρόνων φτάνει στην Ελλάδα μόνος του, όπου συνεχώς άκουγε να τον αποκαλούν τουρκόσπορο. Η μάνα και η αδελφή του βρέθηκαν αλλού.
Κάποια στιγμή συναντήθηκαν, τους έδωσαν μια παράγκα στο Πολύγωνο, κοντά στην παλιά Σχολή Ευελπίδων, και εκεί όλοι δούλευαν μέρα-νύκτα για να ζήσουν.
Ο παππούς Στέφανος, έξυπνος, ευφυής και δραστήριος, πέρασε από τους πρώτους το 1926 στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Έγινε σπουδαίος φιλόλογος. Στη θέση της προσφυγικής παράγκας έκτισε το σπίτι του και έζησε με τη γυναίκα του Πηνελόπη από το Πλωμάρι της Λέσβου. Αυτός ο παππούς ήταν το πρότυπό μας. Από αυτόν αντλούσαμε κουράγιο στην προσφυγιά. Αυτός μας εμψύχωνε. Ένας άνθρωπος με μεγαλείο ψυχής.
Έτσι, ενώθηκε η προσφυγιά της Μικρασίας, της Πόλης και της Κύπρου. Αιωνία η μνήμη όλων αυτών των ανθρώπων που η προσφυγιά μάς ένωσε με ακατάλυτους δεσμούς αγάπης και αδελφοσύνης. Η ευγνωμοσύνη μου σ’ αυτούς είναι αιώνια.