Το Τμήμα Αρχαιοτήτων, Υφυπουργείο Πολιτισμού ανακοινώνει ότι τον Οκτώβριο του 2022 πραγματοποιήθηκε ανασκαφική έρευνα στο Ιερό του Απόλλωνα στη θέση Φράγγισσα, σε περιοχή του χωριού Πέρα Ορεινής. Η ανασκαφή έγινε από το Πανεπιστήμιο Goethe της Φραγκφούρτης, υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Matthias Recke και χρηματοδοτήθηκε από το Amricha Foundation Leipzig. Διευθυντής πεδίου ήταν ο Philipp Kobusch (Kiel University).
Πριν από δύο χρόνια, μια ομάδα από ερευνητές των γερμανικών πανεπιστημίων Φραγκφούρτης και Kiel κατάφεραν να εντοπίσουν το ιερό του Απόλλωνα στη Φράγγισσα, κοντά στα Πέρα Ορεινής, η θέση του οποίου ήταν άγνωστη μετά το 1885 και το οποίο θεωρούνταν χαμένο. Το 2021, μια πρώτη ανασκαφική περίοδος αποκάλυψε ίχνη αρχαίων λατομημένων λίθων, αν και η ερμηνεία της σύνθετης ιστορίας ανέγερσης και της λειτουργίας τους εντός της περιοχής του ιερού έμεινε τότε ανοιχτή.
Το 2022, οι εργασίες συνεχίστηκαν με στόχο όχι μόνο την εκ νέου αποκάλυψη των περιοχών που ήρθαν στο φως κατά τις ανασκαφές του 19ου αιώνα και την τεκμηρίωσή τους με σύγχρονες μεθόδους, αλλά και τη διερεύνηση της περιοχής γύρω από το ιερό, που παρέμενε άγνωστη.
Τα αρχαία ιερά ήταν περίπλοκες και πολυδιάστατες θέσεις, που παρείχαν όχι μόνο εγκαταστάσεις για τελετουργικές πρακτικές αλλά ήταν και χώροι για διάφορες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές λειτουργίες. Μέσα από την έρευνα του ιερού στη Φράγγισσα, το τρέχον ερευνητικό πρόγραμμα στοχεύει στην εξερεύνηση αυτών των περίπλοκων δομών, οι οποίες συχνά εξελίσσονταν κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων και στην απόκτηση σημαντικών γνώσεων σχετικά με τη λειτουργία των αρχαίων ιερών.
Οι ανασκαφές επιτρέπουν μια πιο λεπτομερή εξέταση των αρχιτεκτονικών λειψάνων που ανακαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή της περασμένης χρονιάς. Πρόκειται για έναν περίβολο ενός αστέγαστου χώρου που έχει διαστάσεις τουλάχιστον 12×17 μέτρα. Οι τοίχοι αποτελούνται από προσεκτικά τοποθετημένες πέτρινες υποδοχές που φθάνουν σε ύψος έως και 1,20 μέτρα και σώζονται σχετικά ανέπαφοι μέχρι το ανώτερό τους τμήμα (Εικ. 1). Αυτοί οι τοίχοι λειτούργησαν ως βάσεις για πλιθάρια, τα οποία δεν διασώθηκαν. Παρά την ευπάθειά του, τμήματα του προσεκτικά λειασμένου, επίπεδου χωμάτινου δαπέδου του ιερού έχουν εν μέρει διασωθεί.
Με βάση τη μέχρι σήμερα γνώση μας, η κατασκευή αυτού του συμπλέγματος μπορεί να χρονολογηθεί στην Ελληνιστική περίοδο. Ωστόσο, μετά την κατασκευή του υπέστη διαδοχικές ανακατασκευές και επεκτάσεις. Σε μια μεταγενέστερη φάση, προστέθηκαν διαγώνιοι τοίχοι, αλλάζοντας το εσωτερικό της αυλής. Επιπλέον, παράλληλες επίπεδες λίθινες βάσεις τοποθετήθηκαν κατά μήκος των εξωτερικών τοίχων, πιθανώς για να στηρίζουν κίονες και να στηρίζουν την οροφή στην αίθουσα που περιέβαλλε όλες τις πλευρές της αυλής. Αυτό θα παρείχε προστασία από τις καιρικές συνθήκες, ειδικά για τα πιο πολύτιμα αναθήματα. Προς το τέλος της ανασκαφής, μια κλιμακωτή κατασκευή αποτελούμενη από επιμελώς λαξευμένους λίθους ανακαλύφθηκε κοντά στην αυλή. Τέτοιοι μεγάλοι και καλής ποιότητας λίθοι δεν είχαν βρεθεί μέχρι τότε στη Φράγγισσα. Όχι μόνο η ακρίβεια στη λάξευση αλλά και το γεγονός ότι έγινε από εισηγμένο λίθο, κάνει αυτό το εύρημα μοναδικό. Όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία στο ιερό ήταν κατασκευασμένα από τοπικό ασβεστόλιθο. Επομένως, αυτή η ανακάλυψη αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μνημείο και η πλήρης ανασκαφή του, σε επόμενη περίοδο, θα αυξήσει σημαντικά τις γνώσεις μας σε σχέση με την επίπλωση του ιερού.
Ενώ η ακριβής σχέση της Ελληνιστικής αυλής και των προηγούμενων ανασκαφών, καθώς επίσης και με την κεντρική περιοχή του ιερού, παραμένει άγνωστη μέχρι σήμερα, ο ιερός της χαρακτήρας σε σχέση με το ιερό έχει αδιαμφισβήτητα αποδειχθεί από τα πλούσια ευρήματα, όπως τα αναθηματικά ειδώλια (Εικ. 2). Η κεντρική περιοχή του ιερού, η οποία επίσης περιλάμβανε μια αστέγαστη αυλή με στεγασμένο δωμάτιο λατρείας, χρονολογείται στην Αρχαϊκή περίοδο. Οι νέοανασκαφείσες κατασκευές καταδεικνύουν μια φάση ευρύτερης επέκτασης του ιερού της Φράγγισσας κατά την Ελληνιστική περίοδο, η οποία αύξησε σημαντικά την κτισμένη περιοχή και επέκτεινε τις πιθανές χρήσεις του ιερού. Το Ελληνιστικό ιερό είναι υπερδιπλάσιο από ότι μέχρι σήμερα γνωρίζαμε.
Σημαντικό εύρημα αποτελούν επίσης πήλινα θραύσματα, τα οποία αν και στην αρχή μοιάζουν ασήμαντα, είναι μεγάλης ομορφιάς. Αυτά τα θραύσματα ανήκουν σε μια μεγαλύτερη του φυσικού ανδρική πήλινη μορφή, η οποία όπως και ο περίφημος Κολοσσός της Ταμασού στο Κυπριακό Μουσείο (που προέρχονται από το ίδιο ιερό), συναρμολογήθηκε από πολλά διαφορετικά κομμάτια. Το ένδυμα της μορφής κοσμείται από χαραγμένα στολίδια. Παρόμοια θραύσματα είχαν ανευρεθεί το 1885 και είχαν μεταφερθεί στο Κυπριακό Μουσείο. Τα νεοανευρεθέντα θραύσματα ταιριάζουν τέλεια με αυτά τα παλαιότερα, αποδεικνύοντας την ταύτιση του ιερού με τη θέση που ανασκάφηκε το 1885, ταύτιση η οποία παλαιότερα στηριζόταν σε περιστασιακές ενδείξεις.
Η συνέχιση των ανασκαφών την επόμενη χρονιά θα διερευνήσει περαιτέρω τη λειτουργία της αυλής και την ακριβή της διασύνδεση με την κεντρική περιοχή του ιερού.